3,274,306
edits
(18) |
(1ab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καλλάινος]], -η, -ο και καλ(λ)αγένιος, -ια, -ιο (Α [[καλάινος]] και [[καλλάινος]], -η, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κατασκευασμένος ή όμοιος με [[καλάι]], με κασσίτερο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος στο [[χρώμα]] με κάλαϊν. δηλ. που έχει [[χρώμα]] κυμαινόμενο [[μεταξύ]] κυανού και πράσινου, γαλαζοπράσινος («καλλαΐνᾳ πτέρυγι»<br />(για πετεινό) με γαλαζοπράσινη [[φτερούγα]], <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> καστανοκίτρινος («καλλαΐνῳ, χρώματι [[προσόμοιος]]»<br />(για τον πολύτιμο λίθο ίασπιν) με [[χρώμα]] καστανοκίτρινο, σαν του χαλαζία, <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολ.) «καλλάινον<br />ἔστι δὲ [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, ἤ τὸ βένετον [[χρῶμα]] οὕτω λεγόμενον»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καλλάινος]] [[κέραμος]]» — αγγεία στιλβωμένα με [[βερνίκι]], που κατασκεύαζαν στην Αλεξάνδρεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το <i>καλ</i>(<i>λ</i>)[[άινος]] όσο και το <i>κάλ</i>(<i>λ</i>)<i>αϊς</i> [[είναι]] τεχνικοί όροι αβέβαιης ετυμολ. Όπως το <i>καλ</i>(<i>λ</i>)[[άινος]] μπορεί να προήλθε από το <i>κάλ</i>(<i>λ</i>)<i>αϊς</i> [[είναι]] [[επίσης]] πιθ. και το <i>κάλ</i>(<i>λ</i>)<i>αϊς</i> να αποτελεί υποχωρητ. σχηματισμό από το <i>καλ</i>(<i>λ</i>)[[άινος]]. Η [[σύνδεση]] με τα <i>καλαΐς</i>, [[κάλλαιον]] δεν φαίνεται πιθανή. Τέλος, λόγω της ευρείας χρήσεως του καλ(λ)άινου χρώματος στην κεραμεική υποστηρίχθηκε η [[προέλευση]] αυτών τών λέξεων από την Αίγυπτο. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «ο κατασκευασμένος από [[καλάι]] ή όμοιος με [[καλάι]]» προέρχεται από τον τ. <i>καλάϊ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>]. | |mltxt=και [[καλλάινος]], -η, -ο και καλ(λ)αγένιος, -ια, -ιο (Α [[καλάινος]] και [[καλλάινος]], -η, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κατασκευασμένος ή όμοιος με [[καλάι]], με κασσίτερο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος στο [[χρώμα]] με κάλαϊν. δηλ. που έχει [[χρώμα]] κυμαινόμενο [[μεταξύ]] κυανού και πράσινου, γαλαζοπράσινος («καλλαΐνᾳ πτέρυγι»<br />(για πετεινό) με γαλαζοπράσινη [[φτερούγα]], <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> καστανοκίτρινος («καλλαΐνῳ, χρώματι [[προσόμοιος]]»<br />(για τον πολύτιμο λίθο ίασπιν) με [[χρώμα]] καστανοκίτρινο, σαν του χαλαζία, <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολ.) «καλλάινον<br />ἔστι δὲ [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, ἤ τὸ βένετον [[χρῶμα]] οὕτω λεγόμενον»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καλλάινος]] [[κέραμος]]» — αγγεία στιλβωμένα με [[βερνίκι]], που κατασκεύαζαν στην Αλεξάνδρεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το <i>καλ</i>(<i>λ</i>)[[άινος]] όσο και το <i>κάλ</i>(<i>λ</i>)<i>αϊς</i> [[είναι]] τεχνικοί όροι αβέβαιης ετυμολ. Όπως το <i>καλ</i>(<i>λ</i>)[[άινος]] μπορεί να προήλθε από το <i>κάλ</i>(<i>λ</i>)<i>αϊς</i> [[είναι]] [[επίσης]] πιθ. και το <i>κάλ</i>(<i>λ</i>)<i>αϊς</i> να αποτελεί υποχωρητ. σχηματισμό από το <i>καλ</i>(<i>λ</i>)[[άινος]]. Η [[σύνδεση]] με τα <i>καλαΐς</i>, [[κάλλαιον]] δεν φαίνεται πιθανή. Τέλος, λόγω της ευρείας χρήσεως του καλ(λ)άινου χρώματος στην κεραμεική υποστηρίχθηκε η [[προέλευση]] αυτών τών λέξεων από την Αίγυπτο. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «ο κατασκευασμένος από [[καλάι]] ή όμοιος με [[καλάι]]» προέρχεται από τον τ. <i>καλάϊ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καλλάϊνος]], η, ον<br />like the [[κάλαϊς]], of [[changeful]] hue, of the [[cock]], Anth. [from [[κάλαϊς]] | |||
}} | }} |