καπνογόνος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καπνογόνα</i><br />ουσίες που με την [[καύση]] τους παράγεται [[καπνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δακρυ</i>-[[γόνος]], <i>σεισμο</i>-[[γόνος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καπνογόνα</i><br />ουσίες που με την [[καύση]] τους παράγεται [[καπνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[δακρυγόνος]], [[σεισμογόνος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνογόνα
ουσίες που με την καύση τους παράγεται καπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, σεισμογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].