κρεμαστάρι: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κρεμαστάριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κρεμασμένο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[καρπός]] που κρεμιέται απ' το [[ταβάνι]] για να διατηρηθεί<br /><b>3.</b> [[εξάρτημα]] από το οποίο κρεμιέται ένα [[αντικείμενο]] (α. «έπεσε ο [[πίνακας]] [[γιατί]] ξεκόλλησε το [[κρεμαστάρι]] του» β. μπορείς να κρεμάσεις την [[πετσέτα]] στο [[κρεμαστάρι]]»)<br /><b>4.</b> [[έπιπλο]] [[πάνω]] στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, [[κρεμάστρα]]<br /><b>5.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]] του ανθρώπου για [[στόλισμα]], όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σκουλαρίκι]], τα περιδέραια κ.ά.<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν [[κάτι]] το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμαστή]] [[λυχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρεμαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θρεφτ</i>-<i>άρι</i>, <i>σφαχτ</i>-<i>άρι</i>)].
|mltxt=το (Α [[κρεμαστάριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κρεμασμένο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[καρπός]] που κρεμιέται απ' το [[ταβάνι]] για να διατηρηθεί<br /><b>3.</b> [[εξάρτημα]] από το οποίο κρεμιέται ένα [[αντικείμενο]] (α. «έπεσε ο [[πίνακας]] [[γιατί]] ξεκόλλησε το [[κρεμαστάρι]] του» β. μπορείς να κρεμάσεις την [[πετσέτα]] στο [[κρεμαστάρι]]»)<br /><b>4.</b> [[έπιπλο]] [[πάνω]] στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, [[κρεμάστρα]]<br /><b>5.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]] του ανθρώπου για [[στόλισμα]], όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σκουλαρίκι]], τα περιδέραια κ.ά.<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν [[κάτι]] το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμαστή]] [[λυχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρεμαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. [[θρεφτάρι]], [[σφαχτάρι]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:36, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α κρεμαστάριον)
νεοελλ.
1. κρεμασμένο πράγμα
2. καρπός που κρεμιέται απ' το ταβάνι για να διατηρηθεί
3. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο (α. «έπεσε ο πίνακας γιατί ξεκόλλησε το κρεμαστάρι του» β. μπορείς να κρεμάσεις την πετσέτα στο κρεμαστάρι»)
4. έπιπλο πάνω στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, κρεμάστρα
5. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα του ανθρώπου για στόλισμα, όπως είναι λ.χ. το σκουλαρίκι, τα περιδέραια κ.ά.
6. παροιμ. «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν κάτι το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν
αρχ.
κρεμαστή λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμαστός + κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτάρι, σφαχτάρι)].