κοσκινίζω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koskinizo | |Transliteration C=koskinizo | ||
|Beta Code=koskini/zw | |Beta Code=koskini/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> = [[κοσκινεύω]], Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.''Am.''9.9, ''Gp.''13.15.4.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[thrash]], [[beat]], Hierocl.''Facet.''209 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κοσκινάω (ΑM [[κοσκινίζω]]) [[κόσκινον]]<br />[[διαχωρίζω]] λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, [[καθαρίζω]] [[αλεύρι]], όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το [[κόσκινο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την [[υπόθεση]] και θα τά βγάλει όλα στη [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος βαριέται να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν [[κάτι]] από [[νωθρότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]. | |mltxt=και κοσκινάω (ΑM [[κοσκινίζω]]) [[κόσκινον]]<br />[[διαχωρίζω]] λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, [[καθαρίζω]] [[αλεύρι]], όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το [[κόσκινο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την [[υπόθεση]] και θα τά βγάλει όλα στη [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος βαριέται να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν [[κάτι]] από [[νωθρότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[κοσκινεύω]], Diosc. und andere Spätere | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
A = κοσκινεύω, Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.Am.9.9, Gp.13.15.4.
II metaph., thrash, beat, Hierocl.Facet.209 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
κοσκινίζω: ὡς καὶ νῦν, = κοσκινεύω, Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ.
Greek Monolingual
και κοσκινάω (ΑM κοσκινίζω) κόσκινον
διαχωρίζω λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, καθαρίζω αλεύρι, όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το κόσκινο
νεοελλ.
1. εξετάζω λεπτομερώς, πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την υπόθεση και θα τά βγάλει όλα στη φόρα»)
2. παροιμ. «όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν κάτι από νωθρότητα
μσν.-αρχ.
χτυπώ, μαστιγώνω.
German (Pape)
= κοσκινεύω, Diosc. und andere Spätere