αμερής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, [[αμέριστος]], [[αδιαίρετος]]<br /><b>2.</b> [[αμερόληπτος]], [[ανεπηρέαστος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμερές</i><br /><i>η [[αμέρεια]], το να [[είναι]] [[κάτι]] αδιαίρετο<br /><i>τά ἀμερῆ</i> (Λογική)<br />τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μερὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμέρεια]].
|mltxt=[[ἀμερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, [[αμέριστος]], [[αδιαίρετος]]<br /><b>2.</b> [[αμερόληπτος]], [[ανεπηρέαστος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμερές</i><br />η [[αμέρεια]], το να [[είναι]] [[κάτι]] αδιαίρετο<br /><i>τά ἀμερῆ</i> (Λογική)<br />τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μερὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμέρεια]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος
2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀμερές
η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο
τά ἀμερῆ (Λογική)
τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -μερὴς < μέρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμέρεια.