αρτιθανής: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιθανής]], -ές (Α)<br />αυτός που πέθανε [[πριν]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>θαν</i>-, <i>έθανον</i> (αόρ. β' του [[θνήσκω]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[αειθανής]]].
|mltxt=[[ἀρτιθανής]], -ές (Α)<br />αυτός που πέθανε [[πριν]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>θαν</i>-, <i>έθανον</i> (αόρ. β' του [[θνήσκω]]) (πρβλ. [[αειθανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρτιθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε πριν λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θανής < (θ.) θαν-, έθανον (αόρ. β' του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής].