ὑπερβολικός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypervolikos | |Transliteration C=ypervolikos | ||
|Beta Code=u(perboliko/s | |Beta Code=u(perboliko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερβολική, ὑπερβολικόν, [[excessive]], [[hyperbolical]], [[extravagant]], Plb.18.46.13; <b class="b3">ὑ. σχήματα</b> [[exaggerated]] [[attitude]]s, Gal.18(2).57: fem. as [[substantive]], <b class="b3">μηδεμίαν ὑπερβολικὴν ποιουμένοις</b> committing no [[extravagance]], Milet. 7.69 (Didyma, ii B. C.). Adv. [[ὑπερβολικῶς]] = [[in excess]], [[in an exaggerated way]], [[beyond measure]], [[ὑπερβολικῶς]] [[ἀποφαίνεσθαι]] Plb.2.62.9, cf. Phld.''Mus.''p.72 K., Gal.17(2).209, al.; ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Plb.7.11.8. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, [[εὐχαριστία]] Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερβολικός:''' [[неумеренный]], [[преувеличенный]] ([[εὐχαριστία]] Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερβολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, [[ὑπέρμετρος]], ὑπερβολικὴ [[εὐχαριστία]] Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. [[ὑπερβολικῶς]], ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβολικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υπερβολή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερβολή]], αυτός που περιέχει [[υπερβολή]] (α. «έχει [[πάντα]] υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς [[γενέσθαι]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο («υπερβολική [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερβάλλει, που μεγαλοποιεί τα πράγματα («[[είναι]] [[πάντοτε]] [[υπερβολικός]] στις κρίσεις του»)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] υπερβολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὑπερβολική</i><br />η [[υπερβολή]], η [[επιτήδευση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[υπερβολικώς]]</i> / <i>[[ὑπερβολικῶς]]</i> ΝΜΑ, και <i>[[υπερβολικά]]</i> Ν<br />με [[υπερβολή]], [[πέρα]] από τα συνήθη ή τα κανονικά [[μέτρα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπερβολική, ὑπερβολικόν, excessive, hyperbolical, extravagant, Plb.18.46.13; ὑ. σχήματα exaggerated attitudes, Gal.18(2).57: fem. as substantive, μηδεμίαν ὑπερβολικὴν ποιουμένοις committing no extravagance, Milet. 7.69 (Didyma, ii B. C.). Adv. ὑπερβολικῶς = in excess, in an exaggerated way, beyond measure, ὑπερβολικῶς ἀποφαίνεσθαι Plb.2.62.9, cf. Phld.Mus.p.72 K., Gal.17(2).209, al.; ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Plb.7.11.8.
German (Pape)
[Seite 1193] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, εὐχαριστία Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβολικός: неумеренный, преувеличенный (εὐχαριστία Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικὴ εὐχαριστία Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπερβολικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υπερβολή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.)
νεοελλ.
1. αυτός που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο («υπερβολική ζέστη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που υπερβάλλει, που μεγαλοποιεί τα πράγματα («είναι πάντοτε υπερβολικός στις κρίσεις του»)
3. μαθημ. αυτός που έχει σχήμα ή μορφή υπερβολής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερβολική
η υπερβολή, η επιτήδευση.
επίρρ...
υπερβολικώς / ὑπερβολικῶς ΝΜΑ, και υπερβολικά Ν
με υπερβολή, πέρα από τα συνήθη ή τα κανονικά μέτρα.