ἀτέρμων: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atermon
|Transliteration C=atermon
|Beta Code=a)te/rmwn
|Beta Code=a)te/rmwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without bound</b> or <b class="b2">end</b>, αἰών <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>401a16</span>; ὕπνος <span class="bibl">Mosch.3.104</span>; <b class="b3">ἐνόπτρων ἀ. αὐγαί</b> the mirror's <b class="b2">countless</b> rays, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>926</span>; <b class="b3">ἀ. πέπλος</b> <b class="b2">having no end</b> or <b class="b2">issue, inextricable</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>634</span>.</span>
|Definition=ἀτέρμον, gen. ονος, [[without bound]] or [[end]], αἰών Arist.''Mu.''401a16; ὕπνος Mosch.3.104; <b class="b3">ἐνόπτρων ἀ. αὐγαί</b> the mirror's [[countless]] rays, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''926; <b class="b3">ἀ. πέπλος</b> [[having no end]] or [[issue]], [[inextricable]], A.''Eu.''634.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inextricable]] πέπλος A.<i>Eu</i>.634.<br /><b class="num">2</b> [[infinito]] χρυσέων ἐνόπτρων λεύσσουσ' ἀτέρμονας αὐγάς E.<i>Hec</i>.925<br /><b class="num"></b>[[ilimitado]] αἰών Arist.<i>Mu</i>.401<sup>a</sup>16, εὔδομες ... ἀ. ὕπνον Mosch.3.104, ἰχώρ Opp.<i>C</i>.2.278, γαῖα Nonn.<i>D</i>.17.284, cf. 7.191.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] ον ([[τέρμα]]), ohne Gränzen, ohne Ende, [[πέπλος]] Aesch. Eum. 604, ohne Ausgang; ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων Eur. Hec. 903, nach Herm. außerordentlich glänzender, blendender Schein der Metallspiegel; Andere erkl. runde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] ον ([[τέρμα]]), ohne Gränzen, ohne Ende, [[πέπλος]] Aesch. Eum. 604, ohne Ausgang; ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων Eur. Hec. 903, nach Herm. außerordentlich glänzender, blendender Schein der Metallspiegel; Andere erkl. runde.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> [[sans terme]], [[sans fin]] : ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων EUR l'éclat des miroirs d'or aux rayonnements infinis, <i>p.ê.</i> l'éclat des miroirs d'or qui ne cessent de regarder celui qui les regarde;<br /><b>2</b> [[sans issue]], [[inextricable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτέρμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1</b> [[бесконечный]] ([[αἰών]] Arst.): ἀ. [[πέπλος]] Aesch. наглухо зашитое платье;<br /><b class="num">2</b> [[бесчисленный]] (ἐνόπτρων αὐγαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέρμων''': -ον, γεν. ονος, [[ἄνευ]] τέρματος ἢ τέλους, αἰὼν Ἀριστ. π. Κόσμ. 7· 2· [[ὕπνος]] Μόσχ. 3. 105· ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί, αἱ ἀναρίθμητοι ἀκτῖνες τοῦ κατόπτρου, Εὐρ. Ἑκ. 926· ἀτ. [[πέπλος]], [[ἄνευ]] ἄκρας, [[ἀδιέξοδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 634 (πρβλ. [[ἄπειρος]], [[ἀπέραντος]]).
|lstext='''ἀτέρμων''': -ον, γεν. ονος, [[ἄνευ]] τέρματος ἢ τέλους, αἰὼν Ἀριστ. π. Κόσμ. 7· 2· [[ὕπνος]] Μόσχ. 3. 105· ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί, αἱ ἀναρίθμητοι ἀκτῖνες τοῦ κατόπτρου, Εὐρ. Ἑκ. 926· ἀτ. [[πέπλος]], [[ἄνευ]] ἄκρας, [[ἀδιέξοδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 634 (πρβλ. [[ἄπειρος]], [[ἀπέραντος]]).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> sans terme, sans fin : ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων EUR l’éclat des miroirs d’or aux rayonnements infinis, <i>p.ê.</i> l’éclat des miroirs d’or qui ne cessent de regarder celui qui les regarde;<br /><b>2</b> sans issue, inextricable.<br />'''Étymologie:''' , [[τέρμα]].
|mltxt=-ον (Α [[ἀτέρμων]], -ον) [[τέρμα]]<br />ο [[χωρίς]] [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]] («ατέρμονες συζητήσεις», «[[ἀτέρμων]] [[αἰών]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]], [[κυκλοτερής]] ή κινούμενος κυκλοτερώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἀτέρμων]] [[πέπλος]]» — [[πέπλος]] [[αδιέξοδος]], ραμμένος στον λαιμό (<b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί» — οι αναρίθμητες ακτίνες του καθρέφτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτέρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ([[τέρμα]]) αυτός που δεν έχει όρια· [[ἀτέρμων]] [[πέπλος]], αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αναρίθμητος]], σε Αισχύλ.· <i>ἀτέρμονες αὐγαί</i>, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τέρμα]]<br />without bounds; ἀτ. [[πέπλος]] having no end or [[issue]], [[inextricable]], Aesch.; ἀτέρμονες αὐγαί the [[countless]] rays of the [[mirror]], Eur.
}}
}}
{{DGE
{{WoodhouseReversedUncategorized
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inextricable]] πέπλος A.<i>Eu</i>.634.<br /><b class="num">2</b> [[infinito]] χρυσέων ἐνόπτρων λεύσσουσ' ἀτέρμονας αὐγάς E.<i>Hec</i>.925<br /><b class="num">•</b>[[ilimitado]] αἰών Arist.<i>Mu</i>.401<sup>a</sup>16, εὔδομες ... ἀ. ὕπνον Mosch.3.104, ἰχώρ Opp.<i>C</i>.2.278, γαῖα Nonn.<i>D</i>.17.284, cf. 7.191.
|woodrun=[[boundless]]
}}
}}
{{grml
{{mantoulidis
|mltxt=-ον (Α [[ἀτέρμων]], -ον) [[τέρμα]]<br />ο [[χωρίς]] [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]] («ατέρμονες συζητήσεις», «[[ἀτέρμων]] [[αἰών]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]], [[κυκλοτερής]] ή κινούμενος κυκλοτερώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἀτέρμων]] [[πέπλος]]» — [[πέπλος]] [[αδιέξοδος]], ραμμένος στον λαιμό (<b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί» — οι αναρίθμητες ακτίνες του καθρέφτη.
|mantxt=(=[[ἀδιέξοδος]], [[ἀτέλειωτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[τέρμα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:46, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέρμων Medium diacritics: ἀτέρμων Low diacritics: ατέρμων Capitals: ΑΤΕΡΜΩΝ
Transliteration A: atérmōn Transliteration B: atermōn Transliteration C: atermon Beta Code: a)te/rmwn

English (LSJ)

ἀτέρμον, gen. ονος, without bound or end, αἰών Arist.Mu.401a16; ὕπνος Mosch.3.104; ἐνόπτρων ἀ. αὐγαί the mirror's countless rays, E.Hec.926; ἀ. πέπλος having no end or issue, inextricable, A.Eu.634.

Spanish (DGE)

-ον
1 inextricable πέπλος A.Eu.634.
2 infinito χρυσέων ἐνόπτρων λεύσσουσ' ἀτέρμονας αὐγάς E.Hec.925
ilimitado αἰών Arist.Mu.401a16, εὔδομες ... ἀ. ὕπνον Mosch.3.104, ἰχώρ Opp.C.2.278, γαῖα Nonn.D.17.284, cf. 7.191.

German (Pape)

[Seite 385] ον (τέρμα), ohne Gränzen, ohne Ende, πέπλος Aesch. Eum. 604, ohne Ausgang; ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων Eur. Hec. 903, nach Herm. außerordentlich glänzender, blendender Schein der Metallspiegel; Andere erkl. runde.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 sans terme, sans fin : ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων EUR l'éclat des miroirs d'or aux rayonnements infinis, p.ê. l'éclat des miroirs d'or qui ne cessent de regarder celui qui les regarde;
2 sans issue, inextricable.
Étymologie: , τέρμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀτέρμων: 2, gen. ονος
1 бесконечный (αἰών Arst.): ἀ. πέπλος Aesch. наглухо зашитое платье;
2 бесчисленный (ἐνόπτρων αὐγαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέρμων: -ον, γεν. ονος, ἄνευ τέρματος ἢ τέλους, αἰὼν Ἀριστ. π. Κόσμ. 7· 2· ὕπνος Μόσχ. 3. 105· ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί, αἱ ἀναρίθμητοι ἀκτῖνες τοῦ κατόπτρου, Εὐρ. Ἑκ. 926· ἀτ. πέπλος, ἄνευ ἄκρας, ἀδιέξοδος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 634 (πρβλ. ἄπειρος, ἀπέραντος).

Greek Monolingual

-ον (Α ἀτέρμων, -ον) τέρμα
ο χωρίς τέρμα, ατέλειωτος («ατέρμονες συζητήσεις», «ἀτέρμων αἰών»)
νεοελλ.
1. υπερβολικά μεγάλος
2. ο χωρίς αρχή και τέλος, κυκλοτερής ή κινούμενος κυκλοτερώς
αρχ.
φρ.
1. «ἀτέρμων πέπλος» — πέπλος αδιέξοδος, ραμμένος στον λαιμό (Αισχ.)
2. «ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί» — οι αναρίθμητες ακτίνες του καθρέφτη.

Greek Monotonic

ἀτέρμων: -ον, γεν. -ονος, (τέρμα) αυτός που δεν έχει όρια· ἀτέρμων πέπλος, αυτός που δεν έχει τέλος, αναρίθμητος, σε Αισχύλ.· ἀτέρμονες αὐγαί, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ.

Middle Liddell

τέρμα
without bounds; ἀτ. πέπλος having no end or issue, inextricable, Aesch.; ἀτέρμονες αὐγαί the countless rays of the mirror, Eur.

English (Woodhouse)

boundless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀδιέξοδος, ἀτέλειωτος). Ἀπό τό α στερητ. + τέρμα.