βούνευρο: Difference between revisions

(7)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ βούνερον)<br /><b>1.</b> [[μαστίγιο]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> το γεννητικό [[μόριο]] του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως [[μαστίγιο]].
|mltxt=[[βούνευρο]], το (Μ [[βούνευρον]])<br /><b>1.</b> [[μαστίγιο]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> το γεννητικό [[μόριο]] του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως [[μαστίγιο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 21 May 2021

Greek Monolingual

βούνευρο, το (Μ βούνευρον)
1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού
2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.