βρε: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μπρε]] και ωρε και [[μωρέ]] και ρε<br /><b>1.</b> ([[επιφώνημα]]) δηλώνει [[έκπληξη]], θαυμασμό, [[απορία]] κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, [[κακό]] πού 'παθα»)<br /><b>2.</b> (κλητικό) δηλώνει: α) [[περιφρόνηση]] («βρε [[παλιοτόμαρο]]»)<br />β) [[οικειότητα]] («βρε μάτια μου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>βρε</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]], κλητ. του επιθ. [[μωρός]]<br /><i>μπρέ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μρε</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]]<br /><i>ωρέ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]]<br />[[μωρέ]], κλητ. του επιθ. [[μωρός]]<br /><i>ρε</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωρέ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]]. Η επιφωνηματική [[λειτουργία]] του [[μωρέ]] ξεκίνησε από την [[κλητική]] του επιθέτου [[μωρός]] «[[μωρέ]] άνθρωπε» <b>κ.τ.ό.</b>), η οποία [[βαθμηδόν]] εξελίχθηκε —ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους— σε επιφωνηματικό [[μόρφημα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ανάλογη [[εξέλιξη]] της κλητικής [[καλέ]] <span style="color: red;"><</span> [[καλός]]). Τέλος οι τ. [[μωρέ]], <i>βρε</i>, [[μπρε]] και ο τ. [[καλέ]] χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική επιφωνηματικώς και για τα [[τρία]] γένη και για τους δύο αριθμούς (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρε</i> [[γυναίκα]], [[καλέ]] [[παιδιά]], [[μπρε]] Νικόλα, [[μωρέ]] α(ν)θρώποι)].
|mltxt=και [[μπρε]] και ωρε και [[μωρέ]] και ρε<br /><b>1.</b> ([[επιφώνημα]]) δηλώνει [[έκπληξη]], θαυμασμό, [[απορία]] κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, [[κακό]] πού 'παθα»)<br /><b>2.</b> (κλητικό) δηλώνει: α) [[περιφρόνηση]] («βρε [[παλιοτόμαρο]]»)<br />β) [[οικειότητα]] («βρε μάτια μου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>βρε</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]], κλητ. του επιθ. [[μωρός]]<br /><i>μπρέ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μρε</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]]<br /><i>ωρέ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]]<br />[[μωρέ]], κλητ. του επιθ. [[μωρός]]<br /><i>ρε</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωρέ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μωρέ]]. Η επιφωνηματική [[λειτουργία]] του [[μωρέ]] ξεκίνησε από την [[κλητική]] του επιθέτου [[μωρός]] «[[μωρέ]] άνθρωπε» <b>κ.τ.ό.</b>), η οποία [[βαθμηδόν]] εξελίχθηκε —ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους— σε επιφωνηματικό [[μόρφημα]] ([[πρβλ]]. ανάλογη [[εξέλιξη]] της κλητικής [[καλέ]] <span style="color: red;"><</span> [[καλός]]). Τέλος οι τ. [[μωρέ]], <i>βρε</i>, [[μπρε]] και ο τ. [[καλέ]] χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική επιφωνηματικώς και για τα [[τρία]] γένη και για τους δύο αριθμούς ([[πρβλ]]. <i>βρε</i> [[γυναίκα]], [[καλέ]] [[παιδιά]], [[μπρε]] Νικόλα, [[μωρέ]] α(ν)θρώποι)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε
1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού 'παθα»)
2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο»)
β) οικειότητα («βρε μάτια μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. βρε < μωρέ, κλητ. του επιθ. μωρός
μπρέ < μρε < μωρέ
ωρέ < μωρέ
μωρέ, κλητ. του επιθ. μωρός
ρε < ωρέ < μωρέ. Η επιφωνηματική λειτουργία του μωρέ ξεκίνησε από την κλητική του επιθέτου μωρός «μωρέ άνθρωπε» κ.τ.ό.), η οποία βαθμηδόν εξελίχθηκε —ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους— σε επιφωνηματικό μόρφημα (πρβλ. ανάλογη εξέλιξη της κλητικής καλέ < καλός). Τέλος οι τ. μωρέ, βρε, μπρε και ο τ. καλέ χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική επιφωνηματικώς και για τα τρία γένη και για τους δύο αριθμούς (πρβλ. βρε γυναίκα, καλέ παιδιά, μπρε Νικόλα, μωρέ α(ν)θρώποι)].