διαχάλασις: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diachalasis
|Transliteration C=diachalasis
|Beta Code=diaxa/lasis
|Beta Code=diaxa/lasis
|Definition=[χᾰ], εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disjoining</b> in the sutures of the skull, <span class="bibl">Hp. <span class="title">VC</span>12</span>.</span>
|Definition=[χᾰ], εως, ἡ, [[disjoining]] in the sutures of the skull, Hp. ''VC''12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[separación]], [[apertura]] τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.<i>VC</i> 12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχάλᾰσις''': -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, [[χάσμα]], κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.
|lstext='''διαχάλᾰσις''': -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, [[χάσμα]], κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[separación]], [[apertura]] τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.<i>VC</i> 12.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαχάλασις]], η (Α)<br />[[χαλάρωση]] της ενώσεως τών οστών [[ιδίως]] του κρανίου.
|mltxt=[[διαχάλασις]], η (Α)<br />[[χαλάρωση]] της ενώσεως τών οστών [[ιδίως]] του κρανίου.
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχάλᾰσις Medium diacritics: διαχάλασις Low diacritics: διαχάλασις Capitals: ΔΙΑΧΑΛΑΣΙΣ
Transliteration A: diachálasis Transliteration B: diachalasis Transliteration C: diachalasis Beta Code: diaxa/lasis

English (LSJ)

[χᾰ], εως, ἡ, disjoining in the sutures of the skull, Hp. VC12.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
separación, apertura τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.VC 12.

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, das Nachlassen, die Erweiterung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαχάλᾰσις: -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, χάσμα, κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.

Greek Monolingual

διαχάλασις, η (Α)
χαλάρωση της ενώσεως τών οστών ιδίως του κρανίου.