έζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(10)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕζομαι]] 1. [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[σταματώ]], [[μένω]] σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> (για [[ζυγό]]) [[γέρνω]] [[προς]] τη γη<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] στο [[έδαφος]], [[καταρρέω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[θεματικός]] ενεστώτας [[έζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>sed</i>-<i>jo</i>-<i>mai</i>), με [[σημασία]] «[[είμαι]] καθισμένος» [[μάλλον]] [[παρά]] «[[κάθομαι]]», ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i> «[[καθίζω]], [[παίρνω]] [[θέση]], [[κάθομαι]]». Ο [[παρατατικός]] <i>εζόμην</i> ([[αντί]] <i>ειζόμην</i>), που λειτουργεί και ως [[αόριστος]], σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (<i>sd</i>-) [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>sed</i>- [[είτε]] με αναδιπλασιασμό (<i>se</i>-<i>sd</i>- <b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>ha</i>-<i>zd</i>-<i>y</i><i>ā</i><i>t</i>) [[είτε]] με [[αύξηση]] (<i>e</i>-<i>sd</i>-), [[οπότε]] η δάσυνση [[είναι]] αναλογική. Ο [[μεταβιβαστικός]] [[θεματικός]] ενεστώτας <i>ίζω</i> προήλθε από <i>si</i>-<i>sd</i>-<i>ō</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>s</i><i>ī</i><i>d</i><i>ō</i>, ουμβρ. <i>sistu</i>, αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ī</i><i>dati</i>). To [[έζομαι]] «[[είμαι]] καθισμένος» και το μεταβιβαστικό <i>ίζω</i> «[[καθίζω]] κάποιον», που [[συνήθως]] απαντούν ως [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] [[κατά]], αντιστοιχούν [[προς]] τα <i>sitzen</i> «[[είμαι]] καθισμένος», <i>setzen</i> «[[καθίζω]]» (στατικά: δυναμικά) ρήματα της Γερμανικής (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>sed</i><i>ē</i><i>re</i>, <i>sed</i><i>ā</i><i>re</i>, αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>d</i><i>ě</i><i>ti</i>, γοτθ. <i>satjan</i>). Τέλος στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται πιθ. και το [[ρήμα]] [[ιδρύω]]].
|mltxt=[[ἕζομαι]] 1. [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[σταματώ]], [[μένω]] σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> (για [[ζυγό]]) [[γέρνω]] [[προς]] τη γη<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] στο [[έδαφος]], [[καταρρέω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[θεματικός]] ενεστώτας [[έζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>sed</i>-<i>jo</i>-<i>mai</i>), με [[σημασία]] «[[είμαι]] καθισμένος» [[μάλλον]] [[παρά]] «[[κάθομαι]]», ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i> «[[καθίζω]], [[παίρνω]] [[θέση]], [[κάθομαι]]». Ο [[παρατατικός]] <i>εζόμην</i> ([[αντί]] <i>ειζόμην</i>), που λειτουργεί και ως [[αόριστος]], σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (<i>sd</i>-) [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>sed</i>- [[είτε]] με αναδιπλασιασμό (<i>se</i>-<i>sd</i>- <b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>ha</i>-<i>zd</i>-<i>y</i><i>ā</i><i>t</i>) [[είτε]] με [[αύξηση]] (<i>e</i>-<i>sd</i>-), [[οπότε]] η δάσυνση [[είναι]] αναλογική. Ο [[μεταβιβαστικός]] [[θεματικός]] ενεστώτας <i>ίζω</i> προήλθε από <i>si</i>-<i>sd</i>-<i>ō</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ī</i><i>d</i><i>ō</i>, ουμβρ. <i>sistu</i>, αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ī</i><i>dati</i>). To [[έζομαι]] «[[είμαι]] καθισμένος» και το μεταβιβαστικό <i>ίζω</i> «[[καθίζω]] κάποιον», που [[συνήθως]] απαντούν ως [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] [[κατά]], αντιστοιχούν [[προς]] τα <i>sitzen</i> «[[είμαι]] καθισμένος», <i>setzen</i> «[[καθίζω]]» (στατικά: δυναμικά) ρήματα της Γερμανικής (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>sed</i><i>ē</i><i>re</i>, <i>sed</i><i>ā</i><i>re</i>, αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>d</i><i>ě</i><i>ti</i>, γοτθ. <i>satjan</i>). Τέλος στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται πιθ. και το [[ρήμα]] [[ιδρύω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἕζομαι 1. κάθομαι
2. σταματώ, μένω σ' έναν τόπο
3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη
4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< sed-jo-mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sed «καθίζω, παίρνω θέση, κάθομαι». Ο παρατατικός εζόμην (αντί ειζόμην), που λειτουργεί και ως αόριστος, σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (sd-) βαθμίδα της ρίζας sed- είτε με αναδιπλασιασμό (se-sd- πρβλ. αβεστ. ha-zd-yāt) είτε με αύξηση (e-sd-), οπότε η δάσυνση είναι αναλογική. Ο μεταβιβαστικός θεματικός ενεστώτας ίζω προήλθε από si-sd-ō (πρβλ. λατ. sīdō, ουμβρ. sistu, αρχ. ινδ. sīdati). To έζομαι «είμαι καθισμένος» και το μεταβιβαστικό ίζω «καθίζω κάποιον», που συνήθως απαντούν ως σύνθετα με την πρόθεση κατά, αντιστοιχούν προς τα sitzen «είμαι καθισμένος», setzen «καθίζω» (στατικά: δυναμικά) ρήματα της Γερμανικής (πρβλ. και λατ. sedēre, sedāre, αρχ. σλαβ. sěděti, γοτθ. satjan). Τέλος στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και το ρήμα ιδρύω].