ὑπόρριζος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(12) |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yporrizos | |Transliteration C=yporrizos | ||
|Beta Code=u(po/rrizos | |Beta Code=u(po/rrizos | ||
|Definition= | |Definition=ὑπόρριζον, ([[πίζα]])<br><span class="bld">A</span> [[under]] or [[below the root]] (''[[sc.]]'' navel), [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 493a18.<br><span class="bld">II</span> [[with piece of root attached]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.1.3, ''CP''1.2.2.<br><span class="bld">III</span> Subst. [[ὑπόρριζον]], τό, [[secondary root]], Dsc.1.11. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unter]] der [[Wurzel]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 1.13; – <i>mit einer [[Wurzel]] [[versehen]]</i>, Theophr. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόρριζος:''' [[находящийся под корнем]] Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπόρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, [[ὑποκάτω]] τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, [[κάτωθεν]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόρριζος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βαθιές ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπόρριζο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ή αλγεβρική [[παράσταση]] που γράφεται [[κάτω]] από το [[σύμβολο]] της ρίζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> δευτερεύουσα [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[σύρριζος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
ὑπόρριζον, (πίζα)
A under or below the root (sc. navel), Arist.HA 493a18.
II with piece of root attached, Thphr. HP 2.1.3, CP1.2.2.
III Subst. ὑπόρριζον, τό, secondary root, Dsc.1.11.
German (Pape)
unter der Wurzel, Arist. H.A. 1.13; – mit einer Wurzel versehen, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόρριζος: находящийся под корнем Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, ὑποκάτω τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, κάτωθεν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύρριζος].