έμπρακτος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(11) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> <i>εμπράκτως</i><br />με πράξεις, με έργα, έμπρακτα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη [[χωρίς]] | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> <i>εμπράκτως</i><br />με πράξεις, με έργα, έμπρακτα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη [[χωρίς]] τοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> στην [[πραγματικότητα]], αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br />δραστηρίως [[ενεργητικώς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 15 February 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμπρακτος, -ον)
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.»)
2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» — μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο
μσν.
(νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσ.) δραστήριος, ενεργητικός
2. αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να εκτελεστεί
2. ευνοϊκός
3. έτοιμος, πρόθυμος
4. αυτός που κατέχει αξίωμα ή αρχή
5. αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η πληρωμή χρέους
6. φρ. «ἔμπρακτος ἡμερα» — αυτή κατά την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. επίρρ. εμπράκτως
με πράξεις, με έργα, έμπρακτα
αρχ.-μσν.
1. μεγαλοπρεπώς, επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη χωρίς τοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)
2. στην πραγματικότητα, αληθινά
αρχ.
δραστηρίως ενεργητικώς.