ὑποστατός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(12)
 
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypostatos
|Transliteration C=ypostatos
|Beta Code=u(postato/s
|Beta Code=u(postato/s
|Definition=όν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">set under</b>: as Subst., <b class="b3">ὑπόστατον, τό,</b> <b class="b2">stand</b>, = [[ὑποστάτης]], <span class="title">IG</span>22.1388.43,11(2).161 <span class="title">B</span> 126 (Delos, iii B. C.), <span class="bibl">Paus.10.26.9</span>, Demiopr. ap. <span class="bibl">Poll.10.46</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be borne</b> or <b class="b2">withstood</b>, οὐχ ὑποστατόν <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>737</span>; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>177.2</span> (as Scal. for <b class="b3">-της</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">substantially existing</b>, Stoic.2.114, <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>201.9</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.60</span>, Iamb.<span class="title">Comm. Math.</span>8.</span>
|Definition=ὑποστατόν, or [[ὑπόστατος|ὑπόστᾰτος]], ον, ([[ὑφίσταμαι]])<br><span class="bld">A</span> [[set under]]: as [[substantive]], [[ὑπόστατον]], τό, [[stand]], = [[ὑποστάτης]], ''IG''22.1388.43,11(2).161 ''B'' 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.<br><span class="bld">II</span> to [[be borne]] or [[be withstood]], οὐχ ὑποστατόν [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.''Fr.''177.2 (as Scal. for -της).<br><span class="bld">III</span> [[substantially existing]], Stoic.2.114, A.D. ''Synt.''201.9, S.E.''M.''10.60, Iamb.''Comm. Math.''8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> [[qui existe]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
{{ls
|lstext='''ὑποστᾰτός''': ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ [[ὑποκάτω]] τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, [[στήριγμα]], βάσις, ὡς τὸ [[ὑποστάτης]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· [[θεός]]… θνητοῖς [[οὐδαμῶς]] ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[ὑπόστατος]], -ον, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[υποφερτός]] («θεὸς... θνητοῖς [[οὐδαμῶς]] [[ὑποστατός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστᾰτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ὑφίσταμαι</i>, [[ανθεκτικός]] ή [[υποφερτός]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι]<br />to be borne or endured, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτός Medium diacritics: ὑποστατός Low diacritics: υποστατός Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: hypostatós Transliteration B: hypostatos Transliteration C: ypostatos Beta Code: u(postato/s

English (LSJ)

ὑποστατόν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι)
A set under: as substantive, ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.
II to be borne or be withstood, οὐχ ὑποστατόν E.Supp.737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2 (as Scal. for -της).
III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut supporter, auquel on peut résister;
2 qui existe.
Étymologie: ὑφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστᾰτός: ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ ὑποκάτω τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, στήριγμα, βάσις, ὡς τὸ ὑποστάτης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· θεός… θνητοῖς οὐδαμῶς ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α ὑφίστημι
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει
αρχ.
1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση
2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῖς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)
3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.

Greek Monotonic

ὑποστᾰτός: -όν, ρημ. επίθ. του ὑφίσταμαι, ανθεκτικός ή υποφερτός, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι]
to be borne or endured, Eur.