ενδημώ: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(11) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. [[τύπος]] ἐνδαμῶ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόσους) [[είμαι]] [[ενδημικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ | |mltxt=-έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. [[τύπος]] ἐνδαμῶ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόσους) [[είμαι]] [[ενδημικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος»<br />Σύνοδος τών αρχιερέων που παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη και τών κοντινών μητροπόλεων, [[χωρίς]] αυστηρά καθορισμένο αριθμό και με διάφορες [[κατά]] καιρούς δικαιοδοσίες<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διαμένω]] μόνιμα σ' έναν [[τόπο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:51, 13 June 2022
Greek Monolingual
-έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. τύπος ἐνδαμῶ)
νεοελλ.
(για νόσους) είμαι ενδημικός
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος»
Σύνοδος τών αρχιερέων που παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη και τών κοντινών μητροπόλεων, χωρίς αυστηρά καθορισμένο αριθμό και με διάφορες κατά καιρούς δικαιοδοσίες
αρχ.-μσν.
διαμένω μόνιμα σ' έναν τόπο.