εύριπος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(15)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔριπος]])<br /><b>1.</b> [[πορθμός]] με ορμητικό θαλάσσιο [[ρεύμα]] ή [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Εύριπος</i><br />ο [[πορθμός]] της Χαλκίδας που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άστατος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>2.</b> [[διώρυγα]]<br /><b>3.</b> η [[τάφρος]] στον ιππόδρομο της Ρώμης που προστάτευε τους θεατές από τα θηρία<br /><b>4.</b> [[ριπίδιο]], [[βεντάλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ριπή]]. Η [[λέξη]] δήλωνε αρχικά «στενό θάλασσας με δυνατή [[παλίρροια]]» και χρησιμοποιήθηκε ειδικότερα για τη θαλάσσια [[λωρίδα]] που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία. Αργότερα σήμαινε γενικά «[[διώρυγα]], [[τάφρος]]» και με μία [[τελείως]] διαφορετική σημ. —από [[επίδραση]] τών [[ριπίς]], -[[ίδος]] [[ριπίζω]]— «[[ριπίδιο]], [[βεντάλια]]» (Γαληνός). Η [[λέξη]] [[εύριπος]] μαρτυρείται και στο μυκην. [[τοπωνύμιο]] <i>ewiripo</i>].
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔριπος]])<br /><b>1.</b> [[πορθμός]] με ορμητικό θαλάσσιο [[ρεύμα]] ή [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Εύριπος</i><br />ο [[πορθμός]] της Χαλκίδας που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άστατος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>2.</b> [[διώρυγα]]<br /><b>3.</b> η [[τάφρος]] στον ιππόδρομο της Ρώμης που προστάτευε τους θεατές από τα θηρία<br /><b>4.</b> [[ριπίδιο]], [[βεντάλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ριπή]]. Η [[λέξη]] δήλωνε αρχικά «στενό θάλασσας με δυνατή [[παλίρροια]]» και χρησιμοποιήθηκε ειδικότερα για τη θαλάσσια [[λωρίδα]] που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία. Αργότερα σήμαινε γενικά «[[διώρυγα]], [[τάφρος]]» και με μία [[τελείως]] διαφορετική σημ. —από [[επίδραση]] τών [[ριπίς]], -ίδος [[ριπίζω]]— «[[ριπίδιο]], [[βεντάλια]]» (Γαληνός). Η [[λέξη]] [[εύριπος]] μαρτυρείται και στο μυκην. [[τοπωνύμιο]] <i>ewiripo</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:13, 1 March 2024

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὔριπος)
1. πορθμός με ορμητικό θαλάσσιο ρεύμα ή παλίρροια
2. ως κύριο όν. ο Εύριπος
ο πορθμός της Χαλκίδας που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία
αρχ.
1. άστατος χαρακτήρας
2. διώρυγα
3. η τάφρος στον ιππόδρομο της Ρώμης που προστάτευε τους θεατές από τα θηρία
4. ριπίδιο, βεντάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ριπή. Η λέξη δήλωνε αρχικά «στενό θάλασσας με δυνατή παλίρροια» και χρησιμοποιήθηκε ειδικότερα για τη θαλάσσια λωρίδα που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία. Αργότερα σήμαινε γενικά «διώρυγα, τάφρος» και με μία τελείως διαφορετική σημ. —από επίδραση τών ριπίς, -ίδος ριπίζω— «ριπίδιο, βεντάλια» (Γαληνός). Η λέξη εύριπος μαρτυρείται και στο μυκην. τοπωνύμιο ewiripo].