ἐχέτλιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=echetlion
|Transliteration C=echetlion
|Beta Code=e)xe/tlion
|Beta Code=e)xe/tlion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hold</b> of a ship, <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>825</span>.</span>
|Definition=τό, [[hold]] of a ship, Nic. ''Th.''825.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχέτλιον''': τό, (ἔχω) ἐχετλίου ἐξαναδῦσαι Νικ. Θηρ. 825, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «[[τόπος]] τοῦ πλοίου [[ὅπου]] τοὺς ἰχθῦς τιθέασι καὶ συλλέγουσιν, ἢ ὁ [[ζῶγρος]] καὶ τὸ βιβάριον [[ἐχέτλιον]] λέγεται».
|lstext='''ἐχέτλιον''': τό, ([[ἔχω]]) ἐχετλίου ἐξαναδῦσαι Νικ. Θηρ. 825, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «[[τόπος]] τοῦ πλοίου [[ὅπου]] τοὺς ἰχθῦς τιθέασι καὶ συλλέγουσιν, ἢ ὁ [[ζῶγρος]] καὶ τὸ βιβάριον [[ἐχέτλιον]] λέγεται».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχέτλιον]], τὸ (Α) [[εχέτλη]]<br /><b>1.</b> το άντλον (ή [[άντλος]]) του πλοίου, δηλ. το εσωτερικό [[κοίλο]] του πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο [[νερό]] που εισέρχεται από τις ρωγμές<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[νερό]] που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του πλοίου.
|mltxt=[[ἐχέτλιον]], τὸ (Α) [[εχέτλη]]<br /><b>1.</b> το άντλον (ή [[άντλος]]) του πλοίου, δηλ. το εσωτερικό [[κοίλο]] του πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο [[νερό]] που εισέρχεται από τις ρωγμές<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[νερό]] που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του πλοίου.
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέτλιον Medium diacritics: ἐχέτλιον Low diacritics: εχέτλιον Capitals: ΕΧΕΤΛΙΟΝ
Transliteration A: echétlion Transliteration B: echetlion Transliteration C: echetlion Beta Code: e)xe/tlion

English (LSJ)

τό, hold of a ship, Nic. Th.825.

German (Pape)

[Seite 1124] τό, der Behälter, bes. Fischbehälter, Nic. Ther. 825, nach dem Schol. ein Behältniß im Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέτλιον: τό, (ἔχω) ἐχετλίου ἐξαναδῦσαι Νικ. Θηρ. 825, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τόπος τοῦ πλοίου ὅπου τοὺς ἰχθῦς τιθέασι καὶ συλλέγουσιν, ἢ ὁ ζῶγρος καὶ τὸ βιβάριον ἐχέτλιον λέγεται».

Greek Monolingual

ἐχέτλιον, τὸ (Α) εχέτλη
1. το άντλον (ή άντλος) του πλοίου, δηλ. το εσωτερικό κοίλο του πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο νερό που εισέρχεται από τις ρωγμές
2. συνεκδ. το νερό που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του πλοίου.