ισχαδώνης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχαδώνης]], ὁ (Α)<br />αυτός που αγοράζει [[ξηρά]] σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ώνοῡμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρπ</i>-<i>ώνης</i>, <i>οπωρ</i>-<i>ώνης</i>].
|mltxt=[[ἰσχαδώνης]], ὁ (Α)<br />αυτός που αγοράζει [[ξηρά]] σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ώνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), [[πρβλ]]. [[καρπώνης]], [[οπωρώνης]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:04, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχαδώνης, ὁ (Α)
αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπώνης, οπωρώνης].