κουδουνίστρα: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />πλαστικό ή μετάλλινο [[παιχνίδι]] τών μωρών που, όταν το κουνά [[κάποιος]], κάνει θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουδουνίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κουβαρίσ</i>-<i>τρα</i>, <i>χωρίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=η<br />πλαστικό ή μετάλλινο [[παιχνίδι]] τών μωρών που, όταν το κουνά [[κάποιος]], κάνει θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουδουνίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κουβαρίστρα]], [[χωρίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:38, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν το κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα, χωρίστρα)].