κρανιοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η<br />[[ανθρωπολόγος]] που μελετά τα χαρακτηριστικά του κρανίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cranioscopist</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>cranioscopy</i> «[[κρανιοσκοπία]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο].
|mltxt=ο, η<br />[[ανθρωπολόγος]] που μελετά τα χαρακτηριστικά του κρανίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cranioscopist</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>cranioscopy</i> «[[κρανιοσκοπία]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο].
}}
}}

Latest revision as of 13:56, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, η
ανθρωπολόγος που μελετά τα χαρακτηριστικά του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopist < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο].