κρούσμα: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(22) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM | |mltxt=το (AM κροῦσμα, Α και κροῦμα) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[περίπτωση]] ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, [[ιδίως]] επιδημική, η [[προσβολή]] («ένα [[ακόμη]] [[κρούσμα]] ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο [[σχολείο]] μας»)<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις παραβάσεις του ποινικού ή του άγραφου ηθικού νόμου, [[ιδίως]] όταν αυτές παρουσιάζονται αλλεπάλληλα («κρούσματα αυτοκτονιών»)<br /><b>3.</b> [[εμφάνιση]] μεμονωμένης περίπτωσης<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> μελωδική [[γραμμή]] που έχει ατελή [[κατάληξη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κρούσματα</i><br />τα φαντάσματα («είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά», Παπαδ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[σφαγή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτύπημα]], [[πλήγμα]], [[κρούση]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]] («και [[πρίσμα]] έκ τοῦ κρούσματος γέγονε τῇ χειρί μου», Πρόδρ.)<br /><b>3.</b> [[μουσικός]] [[ήχος]], [[ήχος]] από [[χτύπημα]] χορδής οργάνου («[[ἐπεὶ]] σέο μῡθον ἀκούειν [[ἤθελον]] ἢ κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος», Ανθ.Παλ.)<br /><b>4.</b> [[ήχος]] που παράγεται από πνευστό όργανο<br /><b>5.</b> [[μουσική]], [[μελωδία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:02, 13 June 2022
Greek Monolingual
το (AM κροῦσμα, Α και κροῦμα) κρούω
νεοελλ.
1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας»)
2. καθεμιά από τις παραβάσεις του ποινικού ή του άγραφου ηθικού νόμου, ιδίως όταν αυτές παρουσιάζονται αλλεπάλληλα («κρούσματα αυτοκτονιών»)
3. εμφάνιση μεμονωμένης περίπτωσης
4. μουσ. μελωδική γραμμή που έχει ατελή κατάληξη
5. στον πληθ. τα κρούσματα
τα φαντάσματα («είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά», Παπαδ.)
μσν.
σφαγή
μσν.-αρχ.
1. χτύπημα, πλήγμα, κρούση
2. τραύμα («και πρίσμα έκ τοῦ κρούσματος γέγονε τῇ χειρί μου», Πρόδρ.)
3. μουσικός ήχος, ήχος από χτύπημα χορδής οργάνου («ἐπεὶ σέο μῡθον ἀκούειν ἤθελον ἢ κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος», Ανθ.Παλ.)
4. ήχος που παράγεται από πνευστό όργανο
5. μουσική, μελωδία.