κωφώνω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(22)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κωφῶ, -όω, Μ και [[κωφώνω]]) [[κωφός]]<br />[[προξενώ]] [[κώφωση]] σε κάποιον, [[κουφαίνω]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «[[κωφώνω]] τὰ δάκρυα» — [[πνίγω]] τα δάκρυα<br />β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κωφοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[νωθρός]] σε [[κάτι]]<br />β) [[σιωπώ]] («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)<br />γ) κολοβώνομαι<br />δ) (για [[νερό]]) [[χάνω]] τη [[φρεσκάδα]] μου.
|mltxt=(AM κωφῶ, -όω, Μ και [[κωφώνω]]) [[κωφός]]<br />[[προξενώ]] [[κώφωση]] σε κάποιον, [[κουφαίνω]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «[[κωφώνω]] τὰ δάκρυα» — [[πνίγω]] τα δάκρυα<br />β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κωφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[νωθρός]] σε [[κάτι]]<br />β) [[σιωπώ]] («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)<br />γ) κολοβώνομαι<br />δ) (για [[νερό]]) [[χάνω]] τη [[φρεσκάδα]] μου.
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM κωφῶ, -όω, Μ και κωφώνω) κωφός
προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω
(μσν. -αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» — πνίγω τα δάκρυα
β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)
αρχ.
παθ. κωφοῦμαι, -όομαι
α) είμαι νωθρός σε κάτι
β) σιωπώ («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)
γ) κολοβώνομαι
δ) (για νερό) χάνω τη φρεσκάδα μου.