μεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(24)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγέθης]], μέγεθες (Μ)<br /><b>1.</b> [[ευμεγέθης]], [[μεγάλος]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]] («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ [[πάνυ]] καθήμενος», Βίος Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μεγέθης]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[μεγέθης]] <span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[μεγέθης]], <i>ισο</i>-[[μεγέθης]])].
|mltxt=[[μεγέθης]], μέγεθες (Μ)<br /><b>1.</b> [[ευμεγέθης]], [[μεγάλος]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]] («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ [[πάνυ]] καθήμενος», Βίος Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μεγέθης]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[μεγέθης]] <span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] ([[πρβλ]]. [[ευμεγέθης]], [[ισομεγέθης]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

μεγέθης, μέγεθες (Μ)
1. ευμεγέθης, μεγάλος, ογκώδης
2. ψηλός («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ πάνυ καθήμενος», Βίος Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μεγέθης σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -μεγέθης < μέγεθος (πρβλ. ευμεγέθης, ισομεγέθης)].