μεταμελητί: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(25) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταμελητί]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με [[μεταμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>τί</i> ( | |mltxt=[[μεταμελητί]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με [[μεταμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>τί</i> ([[πρβλ]]. [[αμελητί]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 13 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητί: ἐν μεταμελείᾳ, Νικηφ. Γρηγορ. τ. Γ΄, 315, ἔκδ. Β.
Greek Monolingual
μεταμελητί (Μ)
επίρρ. με μεταμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμέλομαι + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αμελητί)].