λαξευτός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(22)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laxeftos
|Transliteration C=laxeftos
|Beta Code=laceuto/s
|Beta Code=laceuto/s
|Definition=ή, όν, <span class=sense><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class='b2'>hewn out of the rock</b>, <span class=bibl>LXX <span class=title>De</span>.4.49</span>, <span class=bibl><span class=title>Ev.Luc</span>.23.53</span></span>.
|Definition=λαξευτή, λαξευτόν, [[hewn out of the rock]], LXX ''De''.4.49, ''Ev.Luc''.23.53.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[taillé dans la pierre]], [[fait en pierres de taille]].<br />'''Étymologie:''' [[λαξεύω]].
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. von [[λαξεύω]], <i>in [[Stein]] [[gehauen]]</i>, [[μνῆμα]], [[NT]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαξευτός:''' [[высеченный в скале]] ([[μνῆμα]] NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαξευτός''': -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.
|lstext='''λαξευτός''': -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[λαξεύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λαξευτός]], -ή, -όν) [[λαξεύω]]<br />αυτός που έχει λαξευθεί, [[γλυπτός]], [[σκαλιστός]] («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιμελημένος, καλοφτειαγμένος<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[γλαφυρός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λαξευτός]], -ή, -όν) [[λαξεύω]]<br />αυτός που έχει λαξευθεί, [[γλυπτός]], [[σκαλιστός]] («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιμελημένος, καλοφτειαγμένος<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[γλαφυρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαξευτός:''' -ή, -όν, σκαλισμένος σε [[πέτρα]], λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαξευτός]], ή, όν<br />hewn out of the [[rock]], NTest. [from [[λαξεύω]]
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':laxeutÒj 拉-克修拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':岩石-鑿刻 相當於: ([[פִּסְגָּה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':石頭鑿成的,切石頭的;由([[λάρυγξ]])X*=石)與([[ξηρός]])=枯乾的,挖削)組成;其中 ([[ξηρός]])出自 ([[ξέστης]])=容器,罐,而 ([[ξέστης]])又出自([[ξέστης]])X*=光滑)。比較: ([[λατομέω]])=鑿石<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 石頭鑿成的(1) 路23:53
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαξευτός Medium diacritics: λαξευτός Low diacritics: λαξευτός Capitals: ΛΑΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: laxeutós Transliteration B: laxeutos Transliteration C: laxeftos Beta Code: laceuto/s

English (LSJ)

λαξευτή, λαξευτόν, hewn out of the rock, LXX De.4.49, Ev.Luc.23.53.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.
Étymologie: λαξεύω.

German (Pape)

adj. verb. von λαξεύω, in Stein gehauen, μνῆμα, NT.

Russian (Dvoretsky)

λαξευτός: высеченный в скале (μνῆμα NT).

Greek (Liddell-Scott)

λαξευτός: -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.

English (Strong)

from a compound of las (a stone) and the base of ξηρός (in its original sense of scraping); rock-quarried: hewn in stone.

English (Thayer)

λαξευτη, λαξευτον (from λαξεύω, and this from λᾶς a stone, and ξέω to polish, hew), cut out of stone: μνῆμα, Sept., Aq. in Joshua 13:20); nowhere in Greek authors).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαξευτός, -ή, -όν) λαξεύω
αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος
2. (για λόγο) γλαφυρός.

Greek Monotonic

λαξευτός: -ή, -όν, σκαλισμένος σε πέτρα, λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

λαξευτός, ή, όν
hewn out of the rock, NTest. [from λαξεύω

Chinese

原文音譯:laxeutÒj 拉-克修拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:岩石-鑿刻 相當於: (פִּסְגָּה‎)
字義溯源:石頭鑿成的,切石頭的;由(λάρυγξ)X*=石)與(ξηρός)=枯乾的,挖削)組成;其中 (ξηρός)出自 (ξέστης)=容器,罐,而 (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)。比較: (λατομέω)=鑿石
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 石頭鑿成的(1) 路23:53