λύγγιος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lyggios
|Transliteration C=lyggios
|Beta Code=lu/ggios
|Beta Code=lu/ggios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a lynx</b>, <b class="b3">δέρμα</b> <span class="title">Edict.Diocl.</span>in <span class="title">IG</span>5(1).1115 <span class="title">Aii</span>65 (Geronthrae).</span>
|Definition=α, ον, [[of a lynx]], [[δέρμα]] ''Edict.Diocl.''in ''IG''5(1).1115 ''Aii''65 (Geronthrae).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λύγγιος]], -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]<br />αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («[[δέρμα]] λύγγιον», Διοκλητ.).
|mltxt=[[λύγγιος]], -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]<br />αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («[[δέρμα]] λύγγιον», Διοκλητ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγγιος Medium diacritics: λύγγιος Low diacritics: λύγγιος Capitals: ΛΥΓΓΙΟΣ
Transliteration A: lýngios Transliteration B: lyngios Transliteration C: lyggios Beta Code: lu/ggios

English (LSJ)

α, ον, of a lynx, δέρμα Edict.Diocl.in IG5(1).1115 Aii65 (Geronthrae).

Greek Monolingual

λύγγιος, -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]
αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («δέρμα λύγγιον», Διοκλητ.).