χειραγωγία: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheiragogia
|Transliteration C=cheiragogia
|Beta Code=xeiragwgi/a
|Beta Code=xeiragwgi/a
|Definition=ἡ, = foreg., <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1768.11</span> (i B.C.), <span class="bibl">Longus 4.12</span>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>883</span>, Suid.: metaph., <b class="b3">πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως</b> in order to <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">induce</b> mixture, <span class="bibl">Max.Tyr.15.4</span>.</span>
|Definition=ἡ, = [[χειραγώγημα]] ([[leading by the hand]]), BGU 1768.11 (i BC), Longus 4.12, Sch. E. ''Or.'' 883, Suid. ; ''metaph'', πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως in order to [[induce]] mixture, Max.Tyr. 15.4.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1344.png Seite 1344]] ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. [[βοήθεια]].
}}
{{ls
|lstext='''χειρᾰγωγία''': ἡ, τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγεῖν, ἀνδρὸς οὐ παιδὸς πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος Λόγγος 4. 12, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χειραγωγός]]<br />[[χειραγώγηση]], [[καθοδήγηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σωφρονισμός]] («θεῶν [[πρόνοια]]... τῷ ξύλῳ διδοῦσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αρωγή]], [[συνδρομή]], [[βοήθεια]] (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῦ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ.<br />β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς χειραγωγίαν [[δεόμενος]]», Λογγ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρᾰγωγία Medium diacritics: χειραγωγία Low diacritics: χειραγωγία Capitals: ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: cheiragōgía Transliteration B: cheiragōgia Transliteration C: cheiragogia Beta Code: xeiragwgi/a

English (LSJ)

ἡ, = χειραγώγημα (leading by the hand), BGU 1768.11 (i BC), Longus 4.12, Sch. E. Or. 883, Suid. ; metaph, πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως in order to induce mixture, Max.Tyr. 15.4.

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήθεια.

Greek (Liddell-Scott)

χειρᾰγωγία: ἡ, τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγεῖν, ἀνδρὸς οὐ παιδὸς πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος Λόγγος 4. 12, Σουΐδ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειραγωγός
χειραγώγηση, καθοδήγηση
μσν.
σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῦσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.)
μσν.-αρχ.
αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῦ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ.
β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος», Λογγ.).