μελισσοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(24)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melissotrofos
|Transliteration C=melissotrofos
|Beta Code=melissotro/fos
|Beta Code=melissotro/fos
|Definition=Att. μελιττ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding bees</b>, Σαλαμίς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>799</span> (lyr.); χώρα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span>.</span>
|Definition=Att. [[μελιττοτρόφος]], ον, [[feeding bees]], Σαλαμίς E.''Tr.''799 (lyr.); χώρα J.''BJ''4.8.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; [[Σαλαμίς]], Eur. Troad. 794; Ios.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; [[Σαλαμίς]], Eur. Troad. 794; Ios.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui nourrit des abeilles]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσοτρόφος:''' атт. [[μελιττοτρόφος]] ὁ [[питающий пчел]] ([[Σαλαμίς]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσοτρόφος''': Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, [[Σαλαμὶς]] Εὐρ. Τρῳ. 795˙ μ. ἡ [[χώρα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.
|lstext='''μελισσοτρόφος''': Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, [[Σαλαμὶς]] Εὐρ. Τρῳ. 795· μ. ἡ [[χώρα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui nourrit des abeilles.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[τρέφω]].
|mltxt=ο (Α [[μελισσοτρόφος]] και αττ. τ. [[μελιττοτρόφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[μελισσοτρόφος]]<br />αυτός που εκτρέφει μέλισσες, [[μελισσοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που τρέφει [[πολλά]] μελίσσια, που παράγει πολύ [[μέλι]] («μελισσοτρόφου Σαλαμῖνος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[κτηνοτρόφος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελισσοτρόφος:''' Αττ. μελιττ-, -ον, αυτός που εκτρέφει μέλισσες, σε Ευρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ο (Α [[μελισσοτρόφος]] και αττ. τ. [[μελιττοτρόφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[μελισσοτρόφος]]<br />αυτός που εκτρέφει μέλισσες, [[μελισσοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που τρέφει [[πολλά]] μελίσσια, που παράγει πολύ [[μέλι]] («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mdlsjtxt=[[feeding]] bees, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοτρόφος Medium diacritics: μελισσοτρόφος Low diacritics: μελισσοτρόφος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: melissotróphos Transliteration B: melissotrophos Transliteration C: melissotrofos Beta Code: melissotro/fos

English (LSJ)

Att. μελιττοτρόφος, ον, feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des abeilles.
Étymologie: μέλισσα, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

μελισσοτρόφος: атт. μελιττοτρόφοςпитающий пчел (Σαλαμίς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795· μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος
αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῖνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].

Greek Monotonic

μελισσοτρόφος: Αττ. μελιττ-, -ον, αυτός που εκτρέφει μέλισσες, σε Ευρ.

Middle Liddell

feeding bees, Eur.