μῆριγξ: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(25) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mirigks | |Transliteration C=mirigks | ||
|Beta Code=mh=rigc | |Beta Code=mh=rigc | ||
|Definition=ιγγος, ἡ, | |Definition=ιγγος, ἡ, [[bristle]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[σμῆριγξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μῆριγξ]] και [[σμῆριγξ]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκληρή [[τρίχα]], [[γουρουνότριχα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (ο τ. [[μῆριγξ]]) «[[ἄκανθα]] γινομένη ἐν | |mltxt=[[μῆριγξ]] και [[σμῆριγξ]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκληρή [[τρίχα]], [[γουρουνότριχα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (ο τ. [[μῆριγξ]]) «[[ἄκανθα]] γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» <br />β) (ο τ. [[σμῆριγξ]]) «πόα καὶ [[εἶδος]] ἀκάνθης, σμήριγγες<br />πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> μαλλιά, [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> ([[πρβλ]]. [[μήνιγξ]], [[σάλπιγξ]]). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική [[συγγένεια]]. Η λ. <i>σμήριγξ</i> με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το [[μήρινθος]], ενώ η [[ερμηνεία]] «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]» [[είναι]] πιθ. μια [[προσπάθεια]] συνδέσεως της λ. <i>σμήριγξ</i> με το [[μηρός]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων</b> H.;<br />Derivatives: Besides <b class="b3">σμῆριγξ πόα</b>, <b class="b3">καὶ εἶδος ἀκάνθης</b>, <b class="b3">σμήριγγες πλεκταί</b>, [[σειραί]]. [[βόστρυχοι]]. <b class="b3">καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὑχέσιν ὀρθαὶ τρίχες</b> H.; kind of hairdress (Lyc. 37, Poll. 2, 22).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: In the sense of [[πλεκταί]], [[σειραί]]' [[σμῆριγξ]] agrees with [[μήρινθος]] (s. v.); the, as it seems, more usual meaning <b class="b2">breast v. t.</b> is however rather far off. It is therefore doubtful, whether the words, as was assumed (Chantraine Mél. Glotz [Paris 1932] 165, Schwyzer 498, v. Windekens Le Pelasgique 121), were originally connected; the supposedly ocasional(?) meaning [[rope]], [[string]] may have been caused through the similarity with [[μήρινθος]], [[μηρύω]]. The meaning <b class="b3">ἐν τοῖς μηροῖς</b>... [[τρίχες]]' will be an attempt to connect [[μῆριγξ]] with [[μηρός]]. -- No solution. Fur. 289 n. 78 separates the word = [[ἄκανθα]] from the others. Clearly a Pre-Greek word. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''μῆριγξ''': {mē̃rigks}<br />'''Forms''': daneben [[σμῆριγξ]]· [[πόα]], καὶ [[εἶδος]] ἀκάνθης, σμήριγγες· πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι. καὶ [[τῶν]] κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]] H.; Bez. einer Haarbekleidung (Lyk. 37, Poll. 2, 22).<br />'''Meaning''': [[ἄκανθα]] γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις [[τῶν]] προβάτων H.;<br />'''Etymology''': Im Sinn von ‘πλεκταί. σειραί’ stimmt [[σμῆριγξ]] zu [[μήρινθος]] (s. d.); die, wie es scheint, gewöhnlichere Bed. ‘Borste o. ä.’ liegt dagegen ziemlich weit davon ab. Es ist somit etwas zweifelhaft, ob die Wörter, wie angenommen wird (Chantraine Mél. Glotz [Paris 1932] 165, Schwyzer 498, v. Windekens Le Pelasgique 121), urspr. mit einander zusammenhängen; die mutmaßlich okkasionelle Bed. [[Seil]], [[Schnur]] kann durch den Anklang an [[μήρινθος]], [[μηρύω]] verursacht sein. Die Bed. ’ἐν τοῖς μηροῖς... [[τρίχες]]’ ist ein Versuch, [[μῆριγξ]] mit [[μηρός]] zu verbinden. — Im übrigen dunkel.<br />'''Page''' 2,230 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, bristle, Hsch.; cf. σμῆριγξ.
German (Pape)
[Seite 177] ιγγος, ἡ, auch σμῆριγξ, hartes, steifes Haar, Borsten, VLL., wahrscheinlich mit μηρύω zusammenhangend.
Greek (Liddell-Scott)
μῆριγξ: -ιγγος, ἡ, σκληρὰ θρίξ, «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» Ἡσύχ.· σμῆριγξ, ἐν Λυκόφρ. 37.
Greek Monolingual
μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α)
1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα
2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων»
β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες
πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες»
3. στον πληθ. μαλλιά, τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. μήνιγξ, σάλπιγξ). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική συγγένεια. Η λ. σμήριγξ με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το μήρινθος, ενώ η ερμηνεία «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες» είναι πιθ. μια προσπάθεια συνδέσεως της λ. σμήριγξ με το μηρός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων H.;
Derivatives: Besides σμῆριγξ πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι. καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὑχέσιν ὀρθαὶ τρίχες H.; kind of hairdress (Lyc. 37, Poll. 2, 22).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: In the sense of πλεκταί, σειραί' σμῆριγξ agrees with μήρινθος (s. v.); the, as it seems, more usual meaning breast v. t. is however rather far off. It is therefore doubtful, whether the words, as was assumed (Chantraine Mél. Glotz [Paris 1932] 165, Schwyzer 498, v. Windekens Le Pelasgique 121), were originally connected; the supposedly ocasional(?) meaning rope, string may have been caused through the similarity with μήρινθος, μηρύω. The meaning ἐν τοῖς μηροῖς... τρίχες' will be an attempt to connect μῆριγξ with μηρός. -- No solution. Fur. 289 n. 78 separates the word = ἄκανθα from the others. Clearly a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
μῆριγξ: {mē̃rigks}
Forms: daneben σμῆριγξ· πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες· πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι. καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες H.; Bez. einer Haarbekleidung (Lyk. 37, Poll. 2, 22).
Meaning: ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων H.;
Etymology: Im Sinn von ‘πλεκταί. σειραί’ stimmt σμῆριγξ zu μήρινθος (s. d.); die, wie es scheint, gewöhnlichere Bed. ‘Borste o. ä.’ liegt dagegen ziemlich weit davon ab. Es ist somit etwas zweifelhaft, ob die Wörter, wie angenommen wird (Chantraine Mél. Glotz [Paris 1932] 165, Schwyzer 498, v. Windekens Le Pelasgique 121), urspr. mit einander zusammenhängen; die mutmaßlich okkasionelle Bed. Seil, Schnur kann durch den Anklang an μήρινθος, μηρύω verursacht sein. Die Bed. ’ἐν τοῖς μηροῖς... τρίχες’ ist ein Versuch, μῆριγξ mit μηρός zu verbinden. — Im übrigen dunkel.
Page 2,230