μικτοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μεικτοβαρής]], -ές 1. αυτός που έχει μικτό, [[δηλαδή]] όχι καθαρό, [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικτοβαρές</i><br />το [[εμπόρευμα]], στο [[βάρος]] του οποίου υπολογίζεται και το [[βάρος]] τών μέσων συσκευασίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μικτοβαρής]] [[στάθμιση]]» — [[ζύγισμα]] [[κατά]] το οποίο το [[βάρος]] του εμπορεύματος υπολογίζεται [[μαζί]] με το [[βάρος]] του δοχείου ή άλλης συσκευασίας [[μέσα]] στην οποία περιέχεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i>(<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπο</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=και [[μεικτοβαρής]], -ές 1. αυτός που έχει μικτό, [[δηλαδή]] όχι καθαρό, [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικτοβαρές</i><br />το [[εμπόρευμα]], στο [[βάρος]] του οποίου υπολογίζεται και το [[βάρος]] τών μέσων συσκευασίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μικτοβαρής]] [[στάθμιση]]» — [[ζύγισμα]] [[κατά]] το οποίο το [[βάρος]] του εμπορεύματος υπολογίζεται [[μαζί]] με το [[βάρος]] του δοχείου ή άλλης συσκευασίας [[μέσα]] στην οποία περιέχεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i>(<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[λιποβαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

και μεικτοβαρής, -ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος
2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρές
το εμπόρευμα, στο βάρος του οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας
3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» — ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος του εμπορεύματος υπολογίζεται μαζί με το βάρος του δοχείου ή άλλης συσκευασίας μέσα στην οποία περιέχεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός + -βαρής(< βάρος), πρβλ. λιποβαρής].