νομώδης: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomodis
|Transliteration C=nomodis
|Beta Code=nomw/dhs
|Beta Code=nomw/dhs
|Definition=ες, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> νομή <span class="bibl">1.3b</span>) <b class="b2">like a spreading ulcer</b>, ἕλκος <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">Pr.</span>1.92</span>, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">full of shreds</b> as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.</span>
|Definition=νομῶδες,<br><span class="bld">A</span> (νομή 1.3b) [[like a spreading ulcer]], ἕλκος Alex.Aphr. ''Pr.''1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702.<br><span class="bld">2</span> [[full of shreds]] as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νομώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] διαβρωτικού έλκους<br /><b>2.</b> (για [[έλκος]]) [[γεμάτος]] με σχισμές, με πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «διαβρωτικό [[έλκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
|mltxt=[[νομώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] διαβρωτικού έλκους<br /><b>2.</b> (για [[έλκος]]) [[γεμάτος]] με σχισμές, με πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «διαβρωτικό [[έλκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>nach Art um sich fressender [[Geschwüre]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομώδης Medium diacritics: νομώδης Low diacritics: νομώδης Capitals: ΝΟΜΩΔΗΣ
Transliteration A: nomṓdēs Transliteration B: nomōdēs Transliteration C: nomodis Beta Code: nomw/dhs

English (LSJ)

νομῶδες,
A (νομή 1.3b) like a spreading ulcer, ἕλκος Alex.Aphr. Pr.1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702.
2 full of shreds as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.

Greek (Liddell-Scott)

νομώδης: -ες, (νομὴ ΙΙ) ὅμοιος πρὸς διαβρωτικὸν ἕλκος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.

Greek Monolingual

νομώδης, -ῶδες (ΑΜ)
1. αυτός που έχει μορφή διαβρωτικού έλκους
2. (για έλκος) γεμάτος με σχισμές, με πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομή «διαβρωτικό έλκος» + κατάλ. -ώδης].

German (Pape)

ες, nach Art um sich fressender Geschwüre, Sp.