μύκημα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(26)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mykima
|Transliteration C=mykima
|Beta Code=mu/khma
|Beta Code=mu/khma
|Definition=ατος, τό, = foreg., <b class="b3">βοῶν μυκήματα</b> <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>691</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>310</span>, <span class="bibl">A.R.1.1269</span>, etc.; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μ. λεαίνας <span class="bibl">Theoc. 26.21</span>; <b class="b2">roar</b> of thunder, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>1062</span> (anap.):—rare in Prose, of a vase, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a10</span>; of the earth, <span class="bibl">Id.<span class="title">Mu.</span>396a13</span>, <span class="bibl">D.C.68.24</span>; of winds in a cave, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>22</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, = [[μυκηθμός]] ([[lowing]], [[bellowing]], [[bleating]], [[rumbling]]), βοῶν μυκήματα E. ''Ba.'' 691, cf. Call. ''Del.'' 310, ARh. 1.1269, etc. ; μ. λεαίνας Theoc. 26.21 ; [[roar]] of thunder, A. ''Pr.'' 1062 (anap.) ; — rare in Prose, of a vase, Arist. ''Pr.'' 938a10 ; of the earth, Id. ''Mu.'' 396a13, DC. 68.24 ; of winds in a cave, Corn. ''ND'' 22.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[mugissement]].<br />'''Étymologie:''' [[μυκάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μύκημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1</b> [[мычание]] (μυκήματα [[βοῶν]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[рев]], [[рычание]] (λεαίνης Theocr.);<br /><b class="num">3</b> [[гул]], [[раскаты]] (βροντῆς Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύκημα''': [ῡ], τό, [[μυκηθμός]], «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ [[κρότος]] τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.
|lstext='''μύκημα''': [ῡ], τό, [[μυκηθμός]], «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ [[κρότος]] τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mugissement.<br />'''Étymologie:''' [[μυκάομαι]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύκημα]], τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [[μυκώμαι]]<br />[[μυκηθμός]], μουκάνισμα, [[μούγκρισμα]] («μόσχου μυκήματι [[βρύχημα]] ποιοῡντες ὅμοιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κρότος]] της βροντής<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]] [[ήχος]] («[[ἄγγελος]] αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=[[μύκημα]], τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [[μυκώμαι]]<br />[[μυκηθμός]], μουκάνισμα, [[μούγκρισμα]] («μόσχου μυκήματι [[βρύχημα]] ποιοῦν
τες ὅμοιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κρότος]] της βροντής<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]] [[ήχος]] («[[ἄγγελος]] αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», <b>Νόνν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μύκημα:''' [ῡ], τό, [[μούγκρισμα]], [[μουγκανητό]], [[μουγκρητό]], λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό [[λιοντάρι]], σε Θεόκρ.· το [[μουγκρητό]] του κεραυνού, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μύ¯κημα, ατος, τό,<br />a [[lowing]], bellowing, [[roaring]], of oxen, Eur.; of a [[lioness]], Theocr.; the [[roar]] of [[thunder]], Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[bellow]], [[of cattle]]
}}
{{elmes
|esmgtx=τό tb. μύκωμα [[mugido]] de Selene ἐλθέ μοι, ... τριπρόσωπε Σελήνη ... ἡ ταύρων μ. κατὰ στομάτων ἀνιεῖσα <b class="b3">ven a mí, Selene de tres rostros, que por tus bocas emites un mugido de toros</b> P IV 2802 del mago σὺ δὲ εὐθέως μύκωμα μακρόν, βασανίζων τὴν γαστέρα <b class="b3">tú (lanza) un gran mugido inmediatamente, poniendo a prueba tu vientre</b> P IV 705
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡκημα Medium diacritics: μύκημα Low diacritics: μύκημα Capitals: ΜΥΚΗΜΑ
Transliteration A: mýkēma Transliteration B: mykēma Transliteration C: mykima Beta Code: mu/khma

English (LSJ)

-ατος, τό, = μυκηθμός (lowing, bellowing, bleating, rumbling), βοῶν μυκήματα E. Ba. 691, cf. Call. Del. 310, ARh. 1.1269, etc. ; μ. λεαίνας Theoc. 26.21 ; roar of thunder, A. Pr. 1062 (anap.) ; — rare in Prose, of a vase, Arist. Pr. 938a10 ; of the earth, Id. Mu. 396a13, DC. 68.24 ; of winds in a cave, Corn. ND 22.

German (Pape)

[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μύκημα: ατος (ῡ) τό
1 мычание (μυκήματα βοῶν Eur.);
2 рев, рычание (λεαίνης Theocr.);
3 гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.

Spanish

mugido

Greek Monolingual

μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) μυκώμαι
μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῦν τες ὅμοιον», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο κρότος της βροντής
2. ισχυρός ήχοςἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.).

Greek Monotonic

μύκημα: [ῡ], τό, μούγκρισμα, μουγκανητό, μουγκρητό, λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό λιοντάρι, σε Θεόκρ.· το μουγκρητό του κεραυνού, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μύ¯κημα, ατος, τό,
a lowing, bellowing, roaring, of oxen, Eur.; of a lioness, Theocr.; the roar of thunder, Aesch.

English (Woodhouse)

bellow, of cattle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό tb. μύκωμα mugido de Selene ἐλθέ μοι, ... τριπρόσωπε Σελήνη ... ἡ ταύρων μ. κατὰ στομάτων ἀνιεῖσα ven a mí, Selene de tres rostros, que por tus bocas emites un mugido de toros P IV 2802 del mago σὺ δὲ εὐθέως μύκωμα μακρόν, βασανίζων τὴν γαστέρα tú (lanza) un gran mugido inmediatamente, poniendo a prueba tu vientre P IV 705