χώρισμα: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chorisma | |Transliteration C=chorisma | ||
|Beta Code=xw/risma | |Beta Code=xw/risma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, [[a separated space]], Sch.B Il.5.137. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χώρισμα''': τό, [[τόπος]] κεχωρισμένος, [[χώρισμα]] τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[χωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρισμός]], [[αποχωρισμός]]<br /><b>2.</b> [[τοίχος]], [[σανίδωμα]] ή [[καθετί]] [[άλλο]] με το οποίο διαχωρίζεται [[ένας]] [[χώρος]] σε άλλους μικρότερους (α. «[[χώρισμα]] διαμερίσματος» β. «[[χώρισμα]] ντουλάπας» γ. «[[χώρισμα]] κιβωτίου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέρος]] χωριστό από τον [[υπόλοιπο]] χώρο, [[ιδιαίτερος]] [[χώρος]] («[[χώρισμα]] τῆς αὐλῆς», Σχόλ.Ιλ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, a separated space, Sch.B Il.5.137.
Greek (Liddell-Scott)
χώρισμα: τό, τόπος κεχωρισμένος, χώρισμα τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137.
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ χωρίζω
νεοελλ.
1. χωρισμός, αποχωρισμός
2. τοίχος, σανίδωμα ή καθετί άλλο με το οποίο διαχωρίζεται ένας χώρος σε άλλους μικρότερους (α. «χώρισμα διαμερίσματος» β. «χώρισμα ντουλάπας» γ. «χώρισμα κιβωτίου»)
μσν.-αρχ.
μέρος χωριστό από τον υπόλοιπο χώρο, ιδιαίτερος χώρος («χώρισμα τῆς αὐλῆς», Σχόλ.Ιλ.).