ολισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(28)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλισθάνω]] και [[ὀλισθαίνω]])<br /><b>1.</b> μετακινούμαι ακούσια σε [[κατωφέρεια]] ή σε [[λεία]] [[επιφάνεια]], κυλίομαι, [[γλιστρώ]] («ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πέφτω]] σε ηθικό [[παράπτωμα]] ή σε [[σφάλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασύρομαι σε χαμηλότερο [[σημείο]] ή [[καταπίπτω]] («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[οστό]]) εξαρθρώνομαι<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξαρθρώνω]], [[στραμπουλώ]] («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε μία [[κατάσταση]] («νοῡσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> έχω την [[ικανότητα]] να ρέω με [[ευκολία]] («ὅτι δὲ ὀλισθάνει [[μάλιστα]] ἐν τῷ [[λάβδα]] ἡ [[γλῶττα]] κατιδών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να γλιστρήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[ὀλισθάνω]] έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ὤλισθον</i>, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (<b>πρβλ.</b> <i>ἥμαρτον</i>&GT; [[ἁμαρτάνω]]), με [[παρέκταση]] -<i>σθ</i>- (<span style="color: red;"><</span> -<i>d</i><sup>h</sup><i>d</i><sup>h</sup>-) και με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>αν</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>αΐω</i> (Ι)— [[αίσθομαι]] —[[αισθάνομαι]]). Ο ενεστ. τ. [[ὀλισθαίνω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]. Το ρ. [[ὀλισθάνω]], το αρκτικό <i>ὀ</i>- του οποίου [[είναι]] πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>slei</i>-<i>dh</i>- «[[ολισθηρός]], [[γλιστρώ]]»: αγγλοσαξ. <i>sl</i><i>ī</i><i>dan</i>, αγγλ. <i>slide</i>, μσν. άνω γερμ. <i>sl</i><i>ī</i><i>ten</i>, <i>λιθουαν</i>. <i>slysti</i>, αρχ. σλαβ. <i>sl</i><i>ě</i><i>dŭ</i> «[[ίχνος]]». Πιθανή [[επίσης]] θεωρείται και η [[σύνδεση]] του ρήματος με αρχ. ινδ. <i>sredhati</i> «[[σκοντάφτω]], [[παραπατώ]]». Το θ., [[τέλος]], του [[ὀλισθάνω]], συνδέεται με το θ. <i>ὀλι</i>-<i>β</i>- του [[ὀλιβρός]]].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλισθάνω]] και [[ὀλισθαίνω]])<br /><b>1.</b> μετακινούμαι ακούσια σε [[κατωφέρεια]] ή σε [[λεία]] [[επιφάνεια]], κυλίομαι, [[γλιστρώ]] («ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πέφτω]] σε ηθικό [[παράπτωμα]] ή σε [[σφάλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασύρομαι σε χαμηλότερο [[σημείο]] ή [[καταπίπτω]] («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[οστό]]) εξαρθρώνομαι<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξαρθρώνω]], [[στραμπουλώ]] («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε μία [[κατάσταση]] («νοῦσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> έχω την [[ικανότητα]] να ρέω με [[ευκολία]] («ὅτι δὲ ὀλισθάνει [[μάλιστα]] ἐν τῷ [[λάβδα]] ἡ [[γλῶττα]] κατιδών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να γλιστρήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[ὀλισθάνω]] έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ὤλισθον</i>, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (<b>πρβλ.</b> <i>ἥμαρτον</i>> [[ἁμαρτάνω]]), με [[παρέκταση]] -<i>σθ</i>- (<span style="color: red;"><</span> -<i>d</i><sup>h</sup><i>d</i><sup>h</sup>-) και με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>αν</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>αΐω</i> (Ι)— [[αίσθομαι]] —[[αισθάνομαι]]). Ο ενεστ. τ. [[ὀλισθαίνω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]. Το ρ. [[ὀλισθάνω]], το αρκτικό <i>ὀ</i>- του οποίου [[είναι]] πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>slei</i>-<i>dh</i>- «[[ολισθηρός]], [[γλιστρώ]]»: αγγλοσαξ. <i>sl</i><i>ī</i><i>dan</i>, αγγλ. <i>slide</i>, μσν. άνω γερμ. <i>sl</i><i>ī</i><i>ten</i>, <i>λιθουαν</i>. <i>slysti</i>, αρχ. σλαβ. <i>sl</i><i>ě</i><i>dŭ</i> «[[ίχνος]]». Πιθανή [[επίσης]] θεωρείται και η [[σύνδεση]] του ρήματος με αρχ. ινδ. <i>sredhati</i> «[[σκοντάφτω]], [[παραπατώ]]». Το θ., [[τέλος]], του [[ὀλισθάνω]], συνδέεται με το θ. <i>ὀλι</i>-<i>β</i>- του [[ὀλιβρός]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω)
1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα
αρχ.
1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος», Αριστοτ.)
2. (για οστό) εξαρθρώνομαι
3. (μτβ.) εξαρθρώνω, στραμπουλώ («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)
4. μτφ. περιπίπτω σε μία κατάσταση («νοῦσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», Ανθ. Παλ.)
5. έχω την ικανότητα να ρέω με ευκολία («ὅτι δὲ ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδαγλῶττα κατιδών», Πλάτ.)
6. κάνω κάτι να γλιστρήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. ὀλισθάνω έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. ὤλισθον, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (πρβλ. ἥμαρτον> ἁμαρτάνω), με παρέκταση -σθ- (< -dhdh-) και με ενεστ. επίθημα -αν- (πρβλ. αΐω (Ι)— αίσθομαιαισθάνομαι). Ο ενεστ. τ. ὀλισθαίνω είναι μεταγενέστερος. Το ρ. ὀλισθάνω, το αρκτικό - του οποίου είναι πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα slei-dh- «ολισθηρός, γλιστρώ»: αγγλοσαξ. slīdan, αγγλ. slide, μσν. άνω γερμ. slīten, λιθουαν. slysti, αρχ. σλαβ. slě «ίχνος». Πιθανή επίσης θεωρείται και η σύνδεση του ρήματος με αρχ. ινδ. sredhati «σκοντάφτω, παραπατώ». Το θ., τέλος, του ὀλισθάνω, συνδέεται με το θ. ὀλι-β- του ὀλιβρός].