ὀλοθρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(28)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olothreyo
|Transliteration C=olothreyo
|Beta Code=o)loqreu/w
|Beta Code=o)loqreu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">destroy</b>, v.l. for [[ὀλεθρεύω]] in <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>12.23</span>,al., <span class="bibl">Ph.1.73</span> (citing <span class="title">Ex.</span>l.c.), <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>11.28</span> ; cf. [[ἐξολοθρεύω]]:—hence ὀλοθρ-ευτής, οῦ, ὁ, <b class="b2">destroyer</b>, I<span class="title">Ep.Cor.</span>10.10 :—fem. ὀλοθρ-εύτρια, gloss on [[λοιγίστρια]], Hsch. :</span>
|Definition=[[destroy]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ὀλεθρεύω]] in [[LXX]] ''Ex.''12.23,al., Ph.1.73 (citing ''Ex.''l.c.), ''Ep.Hebr.''11.28; cf. [[ἐξολοθρεύω]]:—hence [[ὀλοθρευτής]], οῦ, ὁ, [[destroyer]], I''Ep.Cor.''10.10:—fem. [[ὀλοθρεύτρια]], ''Glossaria'' on [[λοιγίστρια]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] verderben, zerstören, N. T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] [[verderben]], [[zerstören]], [[NT|N.T.]], Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=[[exterminer]], [[ruiner]], [[détruire]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλεθρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοθρεύω:''' NT = [[ὄλλυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλοθρεύω''': [[καταστρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -[[ἐντεῦθεν]] [[ὀλόθρευσις]], ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ [[καταστροφή]], Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ [[καταστροφεύς]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λοιγίστρια]]· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.
|lstext='''ὀλοθρεύω''': [[καταστρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -[[ἐντεῦθεν]] [[ὀλόθρευσις]], ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ [[καταστροφή]], Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ [[καταστροφεύς]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λοιγίστρια]]· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.
}}
{{bailly
|btext=exterminer, ruiner, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλεθρος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀλοθρεύω]])<br />[[εξολοθρεύω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[επιφέρω]] όλεθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλεθρεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[ὄλεθρος]], με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ο</i>-].
|mltxt=(Α [[ὀλοθρεύω]])<br />[[εξολοθρεύω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[επιφέρω]] όλεθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλεθρεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[ὄλεθρος]], με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ο</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοθρεύω:''' [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀλοθρεύω]],<br />to [[destroy]] [[utterly]], NTest. [deriv. uncertain]
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ÑloqreÚw 哦羅特留哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':全部 敗壞 相當於: ([[נָגַף]]&#x200E;) G5221<br />'''字義溯源''':滅,毀滅,破壞;源自([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])=敗壞);而 ([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])出自([[ὀλιγωρέω]])X*=毀壞)。參讀 ([[ἀναιρέω]])同義字<br />'''同源字''':1) ([[ἀπόλλυμι]])全毀 2) ([[Ἀπολλύων]])毀滅者 3) ([[ἀπώλεια]])沉淪 4) ([[ἐξολεθρεύω]])全然滅絕 5) ([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])敗壞 6) ([[ὀλεθρευτής]] / [[ὀλοθρευτής]])敗壞者 7) ([[ὀλεθρεύω]] / [[ὀλοθρεύω]])滅 8) ([[συναπόλλυμι]])一同滅亡<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 毀滅者(1) 來11:28
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καταστρέφω]]). Ἀπό τό [[ὄλεθρος]] τοῦ [[ὄλλυμι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλόθρευσις]], [[ἐξολόθρευσις]], [[ὀλοθρευτής]], ὀλοθρεύτρια, [[ὀλοθρευτικός]], [[ἐξολοθρευτικός]], [[ἐξολόθρευμα]] καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ὄλλυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοθρεύω Medium diacritics: ὀλοθρεύω Low diacritics: ολοθρεύω Capitals: ΟΛΟΘΡΕΥΩ
Transliteration A: olothreúō Transliteration B: olothreuō Transliteration C: olothreyo Beta Code: o)loqreu/w

English (LSJ)

destroy, v.l. for ὀλεθρεύω in LXX Ex.12.23,al., Ph.1.73 (citing Ex.l.c.), Ep.Hebr.11.28; cf. ἐξολοθρεύω:—hence ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, destroyer, IEp.Cor.10.10:—fem. ὀλοθρεύτρια, Glossaria on λοιγίστρια, Hsch.:

German (Pape)

[Seite 325] verderben, zerstören, N.T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

exterminer, ruiner, détruire.
Étymologie: ὄλεθρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοθρεύω: NT = ὄλλυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοθρεύω: καταστρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· ὡσαύτως ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -ἐντεῦθεν ὀλόθρευσις, ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ καταστροφή, Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ καταστροφεύς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λοιγίστρια· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.

English (Strong)

from ὄλεθρος; to spoil, i.e. slay: destroy.

Greek Monolingual

ὀλοθρεύω)
εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, επιφέρω όλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλεθρεύω < ὄλεθρος, με αφομοίωση του -ε- σε -ο-].

Greek Monotonic

ὀλοθρεύω: καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

ὀλοθρεύω,
to destroy utterly, NTest. [deriv. uncertain]

Chinese

原文音譯:ÑloqreÚw 哦羅特留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:全部 敗壞 相當於: (נָגַף‎) G5221
字義溯源:滅,毀滅,破壞;源自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞);而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (ἀπόλλυμι)全毀 2) (Ἀπολλύων)毀滅者 3) (ἀπώλεια)沉淪 4) (ἐξολεθρεύω)全然滅絕 5) (ὀλέθριος / ὄλεθρος)敗壞 6) (ὀλεθρευτής / ὀλοθρευτής)敗壞者 7) (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)滅 8) (συναπόλλυμι)一同滅亡
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 毀滅者(1) 來11:28

Mantoulidis Etymological

(=καταστρέφω). Ἀπό τό ὄλεθρος τοῦ ὄλλυμι.
Παράγωγα: ὀλόθρευσις, ἐξολόθρευσις, ὀλοθρευτής, ὀλοθρεύτρια, ὀλοθρευτικός, ἐξολοθρευτικός, ἐξολόθρευμα καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ὄλλυμι.