ομοιόπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιόπτωτος]], -ον)<br />αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμματική]] [[πτώση]] με κάποιον άλλον («[[ομοιόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) <i>τὰ ὁμοιόπτωτα</i> ή <i>τo ὁμοιόπτωτον</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] στο οποίο γινόταν [[χρήση]] ομοιόπτωτων λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιοτέλευτος]]<br /><b>2.</b> (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοπτώτως</i> και <i>ομοιόπτωτα</i> (Α ὁμοιοπτώτως)<br />με ομοιόπτωτο τρόπο, στην [[ίδια]] [[πτώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιόπτωτος]], -ον)<br />αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμματική]] [[πτώση]] με κάποιον άλλον («[[ομοιόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) <i>τὰ ὁμοιόπτωτα</i> ή <i>τo ὁμοιόπτωτον</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] στο οποίο γινόταν [[χρήση]] ομοιόπτωτων λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιοτέλευτος]]<br /><b>2.</b> (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοπτώτως</i> και <i>ομοιόπτωτα</i> (Α ὁμοιοπτώτως)<br />με ομοιόπτωτο τρόπο, στην [[ίδια]] [[πτώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[ισόπτωτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοιόπτωτος, -ον)
αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην ίδια γραμματική πτώση με κάποιον άλλον («ομοιόπτωτος προσδιορισμός»)
μσν.-αρχ.
(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) τὰ ὁμοιόπτωτα ή τo ὁμοιόπτωτον
ρητορικό σχήμα στο οποίο γινόταν χρήση ομοιόπτωτων λέξεων
αρχ.
1. (για λέξη) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη με κάποιον άλλο, ομοιοτέλευτος
2. (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον άλλο.
επίρρ...
ομοιοπτώτως και ομοιόπτωτα (Α ὁμοιοπτώτως)
με ομοιόπτωτο τρόπο, στην ίδια πτώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. ισόπτωτος].