ορθόκραιρος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>κραιρος</i>].
|mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), [[πρβλ]]. [[ισόκραιρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀρθόκραιρος, -αίρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) αυτός του οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα
3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ισόκραιρος].