παράθεση: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(30)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παράθεσις]], ἡ, ΜΑ [[παρατίθημι]]<br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων [[κοντά]] [[κοντά]]<br /><b>2.</b> [[παραβολή]], [[σύγκριση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με φαγητά) [[προσφορά]], [[σερβίρισμα]] (α. «[[παράθεση]] γεύματος» β. «ἔδωκεν ἐν αὐταῑς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[χωρίο]] κειμένου) [[αναφορά]], [[έκθεση]] ή [[απομνημόνευση]] λέξεων ή φράσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όρος της πρότασης, ουσιαστικό ή [[αντωνυμία]], [[συνήθως]] προσωπική ή δεικτική που προσδιορίζει ομοιοπτώτως έναν άλλον όρο, ένα ουσιαστικό, στον οποίο προσθέτει ένα γενικότερο [[νόημα]] ή [[απλώς]] τον χαρακτηρίζει (α. «Αγιά Σοφιά, το μέγα [[μοναστήρι]]» β. «Δαρείος ὁ [[βασιλεύς]]»)<br /><b>2.</b> ο [[σχηματισμός]] τών παραθετικών επιθέτων και επιρρημάτων<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> (στους Βυζαντινούς) χαμηλό ξύλινο ή μεταλλικό [[φράγμα]] το οποίο προστάτευε ανοιχτό χώρο, όπως του γυναικωνίτη, αλλ. [[θωράκιο]]<br /><b>4.</b> <b>χημ.</b> χημική [[ένωση]] ανώτερου βαθμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το παρατιθέμενο [[γεύμα]] («τοὺς διακόνους τοὺς τὰς παραθέσεις φέροντας», ΠΔ.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) το να τίθεται [[κάτι]] εκ παραλλήλου, όπως στη [[σύνθεση]] ονομάτων το πρώτο με το δεύτερο συνθετικό, δηλ. [[χωρίς]] [[μεταβολή]] του πρώτου<br />β) [[προσθήκη]] προσδιοριστικού («[[παράθεσις]] προθετική» — [[προσθήκη]] εμπρόθετου προσδιορισμού, Απολλ. Δύσκ.)<br />γ) το [[παράδειγμα]]<br /><b>3.</b> [[εναποθήκευση]] («[[παράθεσις]] οἴνου καὶ ἀκροδρύων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[μέρος]] της εναποθήκευσης, η [[αποθήκη]]<br /><b>5.</b> [[παροχή]] συμβουλής σε κάποιον<br /><b>6.</b> [[είδος]] πάλης.
|mltxt=[[παράθεσις]], ἡ, ΜΑ [[παρατίθημι]]<br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων [[κοντά]] [[κοντά]]<br /><b>2.</b> [[παραβολή]], [[σύγκριση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με φαγητά) [[προσφορά]], [[σερβίρισμα]] (α. «[[παράθεση]] γεύματος» β. «ἔδωκεν ἐν αὐταῖς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[χωρίο]] κειμένου) [[αναφορά]], [[έκθεση]] ή [[απομνημόνευση]] λέξεων ή φράσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όρος της πρότασης, ουσιαστικό ή [[αντωνυμία]], [[συνήθως]] προσωπική ή δεικτική που προσδιορίζει ομοιοπτώτως έναν άλλον όρο, ένα ουσιαστικό, στον οποίο προσθέτει ένα γενικότερο [[νόημα]] ή [[απλώς]] τον χαρακτηρίζει (α. «Αγιά Σοφιά, το μέγα [[μοναστήρι]]» β. «Δαρείος ὁ [[βασιλεύς]]»)<br /><b>2.</b> ο [[σχηματισμός]] τών παραθετικών επιθέτων και επιρρημάτων<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> (στους Βυζαντινούς) χαμηλό ξύλινο ή μεταλλικό [[φράγμα]] το οποίο προστάτευε ανοιχτό χώρο, όπως του γυναικωνίτη, αλλ. [[θωράκιο]]<br /><b>4.</b> <b>χημ.</b> χημική [[ένωση]] ανώτερου βαθμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το παρατιθέμενο [[γεύμα]] («τοὺς διακόνους τοὺς τὰς παραθέσεις φέροντας», ΠΔ.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) το να τίθεται [[κάτι]] εκ παραλλήλου, όπως στη [[σύνθεση]] ονομάτων το πρώτο με το δεύτερο συνθετικό, δηλ. [[χωρίς]] [[μεταβολή]] του πρώτου<br />β) [[προσθήκη]] προσδιοριστικού («[[παράθεσις]] προθετική» — [[προσθήκη]] εμπρόθετου προσδιορισμού, Απολλ. Δύσκ.)<br />γ) το [[παράδειγμα]]<br /><b>3.</b> [[εναποθήκευση]] («[[παράθεσις]] οἴνου καὶ ἀκροδρύων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[μέρος]] της εναποθήκευσης, η [[αποθήκη]]<br /><b>5.</b> [[παροχή]] συμβουλής σε κάποιον<br /><b>6.</b> [[είδος]] πάλης.
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

παράθεσις, ἡ, ΜΑ παρατίθημι
1. η τοποθέτηση δύο ή περισσότερων πραγμάτων κοντά κοντά
2. παραβολή, σύγκριση
3. (σχετικά με φαγητά) προσφορά, σερβίρισμα (α. «παράθεση γεύματος» β. «ἔδωκεν ἐν αὐταῖς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων», ΠΔ)
4. (σχετικά με χωρίο κειμένου) αναφορά, έκθεση ή απομνημόνευση λέξεων ή φράσεων
νεοελλ.
1. όρος της πρότασης, ουσιαστικό ή αντωνυμία, συνήθως προσωπική ή δεικτική που προσδιορίζει ομοιοπτώτως έναν άλλον όρο, ένα ουσιαστικό, στον οποίο προσθέτει ένα γενικότερο νόημα ή απλώς τον χαρακτηρίζει (α. «Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι» β. «Δαρείος ὁ βασιλεύς»)
2. ο σχηματισμός τών παραθετικών επιθέτων και επιρρημάτων
3. αρχιτ. (στους Βυζαντινούς) χαμηλό ξύλινο ή μεταλλικό φράγμα το οποίο προστάτευε ανοιχτό χώρο, όπως του γυναικωνίτη, αλλ. θωράκιο
4. χημ. χημική ένωση ανώτερου βαθμού
αρχ.
1. το παρατιθέμενο γεύμα («τοὺς διακόνους τοὺς τὰς παραθέσεις φέροντας», ΠΔ.)
2. γραμμ. α) το να τίθεται κάτι εκ παραλλήλου, όπως στη σύνθεση ονομάτων το πρώτο με το δεύτερο συνθετικό, δηλ. χωρίς μεταβολή του πρώτου
β) προσθήκη προσδιοριστικού («παράθεσις προθετική» — προσθήκη εμπρόθετου προσδιορισμού, Απολλ. Δύσκ.)
γ) το παράδειγμα
3. εναποθήκευσηπαράθεσις οἴνου καὶ ἀκροδρύων», Διόδ.)
4. το μέρος της εναποθήκευσης, η αποθήκη
5. παροχή συμβουλής σε κάποιον
6. είδος πάλης.