παρασιτοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να σκοτώνει τα παράσιτα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παρασιτοκτόνα</i><br /><b>(φαρμ.)</b> προϊόντα, [[συνήθως]] συνθετικά, που εξοντώνουν τα παράσιτα [[είτε]] στα ελεύθερα τους στάδια, π.χ. προνυμφοκτόνα, ωαριοκτόνα κ.ά., [[είτε]] [[κατά]] την ενδοπαρασιτική τους [[φάση]] στο [[σώμα]] του ξενιστή, όπως [[είναι]] λ.χ. τα ελμινθοκτόνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράσιτο]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), | |mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να σκοτώνει τα παράσιτα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παρασιτοκτόνα</i><br /><b>(φαρμ.)</b> προϊόντα, [[συνήθως]] συνθετικά, που εξοντώνουν τα παράσιτα [[είτε]] στα ελεύθερα τους στάδια, π.χ. προνυμφοκτόνα, ωαριοκτόνα κ.ά., [[είτε]] [[κατά]] την ενδοπαρασιτική τους [[φάση]] στο [[σώμα]] του ξενιστή, όπως [[είναι]] λ.χ. τα ελμινθοκτόνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράσιτο]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[εντομοκτόνος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 25 August 2021
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει τα παράσιτα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρασιτοκτόνα
(φαρμ.) προϊόντα, συνήθως συνθετικά, που εξοντώνουν τα παράσιτα είτε στα ελεύθερα τους στάδια, π.χ. προνυμφοκτόνα, ωαριοκτόνα κ.ά., είτε κατά την ενδοπαρασιτική τους φάση στο σώμα του ξενιστή, όπως είναι λ.χ. τα ελμινθοκτόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράσιτο + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομοκτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].