πιλητής: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(32)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 171.
|lstext='''πῑλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα, Πολυδ. Ζ΄, 171.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[[πιλώ]] (Ι)]<br />αυτός που κατασκευάζει πιλήματα.
|mltxt=ὁ, Α [[[πιλώ]] (Ι)]<br />αυτός που κατασκευάζει πιλήματα.
}}
}}

Latest revision as of 18:58, 28 March 2021

German (Pape)

[Seite 615] ὁ, der Wolle, Haare krämpt, filzt, Filzer, – übh. der zusammendrängt, verdichtet.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλητής: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα, Πολυδ. Ζ΄, 171.

Greek Monolingual

ὁ, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
αυτός που κατασκευάζει πιλήματα.