πορφυρόμαλλος: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πορφυρόμαλλος]], -ον, ΜΑ<br /><b>(νεολλ.)</b> αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, [[κοκκινομάλλης]]<br /><b>φρ.</b> «πορφυρόμαλλον [[δέρας]]»<br /><b>ειρων.</b> [[προβιά]] με πορφυρό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πορφυρόμαλλος]], -ον, ΜΑ<br /><b>(νεολλ.)</b> αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, [[κοκκινομάλλης]]<br /><b>φρ.</b> «πορφυρόμαλλον [[δέρας]]»<br /><b>ειρων.</b> [[προβιά]] με πορφυρό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]] ([[πρβλ]]. [[δασύμαλλος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:00, 11 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο / πορφυρόμαλλος, -ον, ΜΑ
(νεολλ.) αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, κοκκινομάλλης
φρ. «πορφυρόμαλλον δέρας»
ειρων. προβιά με πορφυρό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρός + μαλλός (πρβλ. δασύμαλλος)].