πόντα: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(33) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br />μικρό κυλινδρικό [[στέλεχος]] που καταλήγει σε [[ακίδα]] και χρησιμοποιείται για το [[σημάδεμα]], το λεγόμενο [[ποντάρισμα]], της θέσης στην οποία [[πρέπει]] να διατρηθεί ή να υποστεί [[κατεργασία]] με τον τόρνο ένα μεταλλικό [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>punto</i> «[[άκρη]], [[μύτη]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br />μικρό κυλινδρικό [[στέλεχος]] που καταλήγει σε [[ακίδα]] και χρησιμοποιείται για το [[σημάδεμα]], το λεγόμενο [[ποντάρισμα]], της θέσης στην οποία [[πρέπει]] να διατρηθεί ή να υποστεί [[κατεργασία]] με τον τόρνο ένα μεταλλικό [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>punto</i> «[[άκρη]], [[μύτη]]»].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[πούντα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
μικρό κυλινδρικό στέλεχος που καταλήγει σε ακίδα και χρησιμοποιείται για το σημάδεμα, το λεγόμενο ποντάρισμα, της θέσης στην οποία πρέπει να διατρηθεί ή να υποστεί κατεργασία με τον τόρνο ένα μεταλλικό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punto «άκρη, μύτη»].
(II)
η, Ν
βλ. πούντα.