προανακινώ: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
(34)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] [[προηγουμένως]] («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῑς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερευνώ]] από [[πριν]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] εκ τών προτέρων κινήσεις [[χωρίς]] [[προειδοποίηση]].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] [[προηγουμένως]] («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῖσθαι τοῖς Νομαδικοῖς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερευνώ]] από [[πριν]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] εκ τών προτέρων κινήσεις [[χωρίς]] [[προειδοποίηση]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῖσθαι τοῖς Νομαδικοῖς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.