προσαιτώ: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(34)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αἰτῶ]]<br />[[ζητώ]] με παρακλήσεις [[ελεημοσύνη]] από κάποιον, [[ζητιανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> έχω επί [[πλέον]] [[ανάγκη]] από [[κάτι]] για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ' ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] μικρή [[ποσότητα]] από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]] («κακεῑνος μὲν ἧν [[χωλός]], προσαιτῶν, [[στωμύλος]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αἰτῶ]]<br />[[ζητώ]] με παρακλήσεις [[ελεημοσύνη]] από κάποιον, [[ζητιανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> έχω επί [[πλέον]] [[ανάγκη]] από [[κάτι]] για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ' ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] μικρή [[ποσότητα]] από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]] («κακεῖνος μὲν ἧν [[χωλός]], προσαιτῶν, [[στωμύλος]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 March 2021

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ αἰτῶ
ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω
αρχ.
1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως
2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ' ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν», Ξεν.)
3. ζητώ μικρή ποσότητα από κάτι
4. ζητώ κάτι με επιμονή, γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός («κακεῖνος μὲν ἧν χωλός, προσαιτῶν, στωμύλος», Αριστοφ.).