προσασκώ: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(34)
 
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br />[[εξασκώ]], [[γυμνάζω]] κάποιον επί [[πλέον]] («προσασκοῡνται τῷ φόβῳ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσασκοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για γη) καλλιεργούμαι.
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br />[[εξασκώ]], [[γυμνάζω]] κάποιον επί [[πλέον]] («προσασκοῦνται τῷ φόβῳ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσασκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για γη) καλλιεργούμαι.
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
εξασκώ, γυμνάζω κάποιον επί πλέον («προσασκοῦνται τῷ φόβῳ», Ιώσ.)
αρχ.
παθ. προσασκοῦμαι, -έομαι
(για γη) καλλιεργούμαι.