προσομιλώ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(35)
 
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω ΜΑ [[ὁμιλῶ]]<br />[[μιλώ]] ενώπιον ακροατηρίου, [[εκφωνώ]] λόγο, [[αγορεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />εκτίθεμαι [[κάπου]] («προσομιλῶν ἀεὶ [[οἶνος]] ἀέρι», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, [[κάνω]] [[παρέα]] με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνομιλώ]] με κάποιον, [[κουβεντιάζω]]<br /><b>3.</b> [[σμίγω]] ερωτικά με κάποιον, [[συνευρίσκομαι]]<br /><b>4.</b> [[διαμένω]] σε έναν [[τόπο]] ή [[συχνάζω]] σε έναν [[τόπο]]<br /><b>5.</b> προσκολλώμαι [[κάπου]] («πολύπου... ὃς [[ποτὶ]] πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («γυμναστικῇ προσομιλοῡντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[συμπεριφέρομαι]] («καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=-έω ΜΑ [[ὁμιλῶ]]<br />[[μιλώ]] ενώπιον ακροατηρίου, [[εκφωνώ]] λόγο, [[αγορεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />εκτίθεμαι [[κάπου]] («προσομιλῶν ἀεὶ [[οἶνος]] ἀέρι», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, [[κάνω]] [[παρέα]] με κάποιον («κακοῖσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνομιλώ]] με κάποιον, [[κουβεντιάζω]]<br /><b>3.</b> [[σμίγω]] ερωτικά με κάποιον, [[συνευρίσκομαι]]<br /><b>4.</b> [[διαμένω]] σε έναν [[τόπο]] ή [[συχνάζω]] σε έναν [[τόπο]]<br /><b>5.</b> προσκολλώμαι [[κάπου]] («πολύπου... ὃς [[ποτὶ]] πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («γυμναστικῇ προσομιλοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[συμπεριφέρομαι]] («καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 18 June 2022

Greek Monolingual

-έω ΜΑ ὁμιλῶ
μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω
μσν.
εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.)
αρχ.
1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῖσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.)
2. συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω
3. σμίγω ερωτικά με κάποιον, συνευρίσκομαι
4. διαμένω σε έναν τόπο ή συχνάζω σε έναν τόπο
5. προσκολλώμαι κάπου («πολύπου... ὃς ποτὶ πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ», Θεόγν.)
6. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («γυμναστικῇ προσομιλοῦντα», Πλάτ.)
7. μτφ. συμπεριφέρομαι («καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν», Πλάτ.).