ροδωνιά: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(36) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥοδωνιά]], ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[κατάφυτος]] με τριανταφυλλιές, [[κήπος]] με [[ρόδα]] («[[ῥοδωνιά]]<br />ἡ τῶν ῥόδων [[φυτεία]]», λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> [[ροδή]], [[τριανταφυλλιά]] («τῆς ῥοδωνιᾱς | |mltxt=η / [[ῥοδωνιά]], ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[κατάφυτος]] με τριανταφυλλιές, [[κήπος]] με [[ρόδα]] («[[ῥοδωνιά]]<br />ἡ τῶν ῥόδων [[φυτεία]]», λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> [[ροδή]], [[τριανταφυλλιά]] («τῆς ῥοδωνιᾱς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι», Μέγ. Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ροδοδάφνη]]<br /><b>2.</b> η [[ροδάκανθα]], η αγριοτριανταφυλλιά<br /><b>3.</b> [[ποικιλία]] κλήματος με ροδόχρωμα σταφύλια<br /><b>4.</b> [[γλύκισμα]] με ροδοπέταλα<br /><b>5.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>6.</b> το ανδρικό [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥοδών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 15 February 2019
Greek Monolingual
η / ῥοδωνιά, ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ
1. τόπος κατάφυτος με τριανταφυλλιές, κήπος με ρόδα («ῥοδωνιά
ἡ τῶν ῥόδων φυτεία», λεξ. Σούδα)
2. ροδή, τριανταφυλλιά («τῆς ῥοδωνιᾱς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι», Μέγ. Βασ.)
αρχ.
1. η ροδοδάφνη
2. η ροδάκανθα, η αγριοτριανταφυλλιά
3. ποικιλία κλήματος με ροδόχρωμα σταφύλια
4. γλύκισμα με ροδοπέταλα
5. το γυναικείο αιδοίο
6. το ανδρικό αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδών, -ῶνος + κατάλ. -ιά].