ρόδον: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρόδο]].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρόδο]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τριαντάφυλλο]]). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ [[ροδανός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.<br><b>Παράγωγα:</b> ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=[[κῆπος]] ἀπό τριαντάφυλλα).
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 29 November 2022

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ρόδο.

Mantoulidis Etymological

(=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ροδανός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.
Παράγωγα: ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=κῆπος ἀπό τριαντάφυλλα).