σαρδανάφαλλος: Difference between revisions

(36)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sardanafallos
|Transliteration C=sardanafallos
|Beta Code=sardana/fallos
|Beta Code=sardana/fallos
|Definition=<b class="b3">γελωτοποιός</b>, Hsch.
|Definition=[[γελωτοποιός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και πιθ. τ. [[σαρδανάφυλλος]], Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[γελωτοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με το επιθ. [[σαρδάνιος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σαρδόνιος]])].
|mltxt=και πιθ. τ. [[σαρδανάφυλλος]], Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[γελωτοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με το επιθ. [[σαρδάνιος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σαρδόνιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 25 August 2023

English (LSJ)

γελωτοποιός, Hsch.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. σαρδανάφυλλος, Α
(κατά τον Ησύχ.) γελωτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το επιθ. σαρδάνιος (βλ. λ. σαρδόνιος)].